Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Aigues Mortes

 Είχα κάποιες μέρες στο Μονπελιέ όταν αποφάσισα να πάω στο Aigues-Mortes. Ένα όμορφο κάστρο περίπου 30 λεπτά με το λεωφορείο απ' την πόλη του Μονπελιέ. Είχα μαζί μου όλο τον εξοπλισμό μου για φωτογράφιση και όρεξη για εξερεύνηση, όπως μπορεί κανείς πια να εξερευνήσει ένα κόσμο χωμένο στο Google και στην πληροφορία. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν ταξιδεύω δεν θέλω να ενημερώνομαι για τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Από τότε που η ζωή μπήκε σαν “πληροφορία” στο διαδίκτυο, έχασε πια την αίγλη της ανακάλυψης και του κρυφού.
Έτσι επιλέγω πια να εστιάσω στον κόσμο, να ανακαλύψω ανθρώπους και την κουλτούρα που κουβαλάει ο καθένας μέσα του.
 Εν πάση περιπτώσει, ταξίδευα μέσα σε τοπία σε άφθονο λασπώδες νερό, τουρίστες με κότερα και ταχύπλοα, σπίτια χτισμένα δίπλα στις όχθες κάποιας παραθαλάσσιας περιοχής, προσπαθώντας να βρω με άχαρο τρόπο, μερικές πόζες στην διαδρομή. Είχα την τύχη να έχω ένα εξαιρετικό καιρό, με έναν ήλιο που έκαιγε.
Ο ταξιδευτής - φωτογράφος, ζει σε έναν απομονωμένο κόσμο, ή τουλάχιστον έτσι το βιώνω εγώ. Παρατηρείς και βλέπεις πόζες που χάνονται, φωτογραφίζεις μέσα στο κεφάλι σου, ετοιμάζεσαι. Υποθέτεις το τοπίο, υπολογίζεις πώς θα τραβήξεις και την αισθητική που θες.
Έφτασα σε έναν όμορφο παλιό σταθμό, κάποια λεπτά περπάτημα από το κάστρο. Γινόταν ένας χαμός από κόσμο. δεν ήξερα τι να περιμένω. Περπάτησα προς τα εκεί παρατηρώντας αχόρταγα ότι μπορούσα. Πολλά απασχολούσαν το μυαλό μου, όταν είσαι μόνος και σιωπηλός, όλα έρχονται στο κεφάλι σου και σιγοψιθυρίζουν, άλλα κάνουν θόρυβο, άλλα είναι πιο “σιγανά”, τα θορυβώδη τα βλέπεις και τα διαπραγματεύεσαι, τα σιγανά είναι τα πιό ύπουλα.
Μπήκα στο κάστρο για να ανακαλύψω ότι έχει προ πολλού γίνει ένα τουριστικό θέρετρο. Ο ταξιδευτής με τον τουρίστα έχει μεγάλη διαφορά. Ο ταξιδευτής δεν θέλει να αλλάξει τίποτα από το τοπίο στο οποίο ταξιδεύει, θέλει να το ανακαλύψει, θέλει τους ανθρώπους κλειστούς, για να τους “ανοίξει” ο ίδιος, ο ταξιδευτής θέλει να κουραστεί, θέλει την καθαρή ηδονή του απόλυτου “πριν”, θέλει να πάει πίσω στο παρελθόν. Ο τουρίστας “διασκεδάζει”, δεν θέλει σε καμία περίπτωση να υποφέρει ή να κουραστεί, κι όπως ήρθε έφυγε, έχοντας αλλοιώσει και εν τέλη ερημώσει έναν τόπο, τόσο, που σιγά σιγά ο τόπος γίνεται άσχημος και απεχθής, όπως και ο ίδιος. Τουρίστας υπήρξα και εγώ, και τίποτα δεν έχω μετανοιώσει, όσο αυτή τη μετριότητά μου απέναντι στην ιστορία και τον άνθρωπο.
Ο Δυτικός πολιτισμός στάθηκε ακαλαίσθητος και “αγενής” απέναντι στην ιστορία του. Πάνω σε πνεύματα και τόπους γεμάτους με αίμα και πόνο, έχτισε ότι μπόρεσε, σαν κάποιον που φοβάται το σκοτάδι και την ιστορία του γεμίζοντας άναρχα το χώρο με φώτα, ήχους, αλλοιώνοντας όλη την παράδοση.
Με έπιασε μια θλίψη για αυτήν την ηλιθιότητα που μας κατατρέχει. Και δεν είναι μόνο ηλιθιότητα, είναι και απληστία. Δεν σήκωσα την μηχανή. Προχώρησα εσωτερικά του κάστρου για να βρω κάτι πιο εκφραστικό, κάτι που να με παρακινεί περισσότερο. Πόρτες ξύλινες, πινακίδες παλιάς κοπής να κρέμονται έξω από τα σπίτια, όλα έδειχναν παλιά, αλλά συνάμα ανακαινισμένα. Ο παλιά φθορά είχε τριφτεί, ξυστεί και ξαναβαφτεί. Πόσο απολαμβάνω τα αντικείμενα που έχουν πάνω τους την “σκιά” τ' ανθρώπου. Πονεμένα, γδαρμένα, μα τόσο δυνατά και ζωντανά.
Με ταλάνιζε επίσης η φωτογραφία σαν έννοια. Με έκαιγε σαν ένα καυτό σίδερο πάνω στο δέρμα μου. Τι ήθελα από την φωτογραφία? Φωτογράφιζα σαν ένας διψασμένος που πίνει νερό αλλά δεν χορταίνει, οι πόζες δεν έχουν νόημα στην ποσότητα. Και η φωτογραφία δεν είναι η μηχανή. Η φωτογραφία είναι πολύ πριν ο φωτογράφος σηκώσει την μηχανή. Άλλο όμως κεφάλαιο αυτό.
Βαθιά στεναχωρημένος με τις ερωτήσεις αυτές, αλλά και χίλιες δύο υπαρξιακές ακόμη, κοντοστάθηκα σε ένα μέρος του τοίχου του κάστρου. Ένιωθα να μην παίρνω ευχαρίστηση καθόλου από όλα αυτά που έχω και όλα όσα κάνω.  Είχε σκιά, και ξεκουράστηκα κάπως από το περπάτημα. Είχα ανέβει σκάλες, κατέβει υπόγεια, ξανά ανέβει σε πολεμίστρες, είχα χορτάσει κίνηση και ζέστη και έψαχνα ένα μέρος να ξαποστάσω. Εκεί, σε αυτό το μέρος, όρθιος, με την μηχανή να κρέμεται και τον ιδρώτα μου να στάζει, μπροστά από τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα, πέρασε η ταπείνωσή μου προσωποποιημένη. Εκεί, σε εκείνο το σημείο τσακίστηκα σαν ένα κλαρί.
Ένας άντρας γύρω στα 50, με κομμένα πόδια μέχρι πάνω από το γόνατο, ανεβασμένος πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, κύλαγε με τα χέρια τις δυο ρόδες του, τα “πόδια” του, αργά και σταθερά. Ερχόταν προς τα εμένα από κάποια  απόσταση και είχα χρόνο να τον παρατηρήσω. Μα δεν ήταν τα πόδια του που μου κάψανε την σάρκα μου, ήταν το χαμόγελό του. Ήταν ένα κορμί τσακισμένο, πονεμένο, που στεκόταν όρθιο πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες, μια καρέκλα που κουβάλαγε ένα χαμόγελο πιο βαρύ και από το ίδιο μου το σώμα και άλλων δύο μαζί. Ο άντρας αυτός, χάζευε το χώρο, απολαμβάνοντας εμφανώς την γύρω ομορφιά. Δεν πέρασε λίγος χρόνος και πίσω του εμφανίστηκε μια κυρία, στην ηλικία του, με δύο γλυκά παιδιά. Ήταν η οικογένειά του. Κάθισα εκεί άδειος, χαζεύοντας τον “Αίαντα” της ημέρας, να περνά και να μου διαλύει το σύμπαν με ένα χαμόγελο. Δεν κουνήθηκα. Χαμογέλασα κάπως όταν έφτασε δίπλα μου. Αισθανόμουν μικρός. Είδα τα πόδια του, τα οποία τα είχε καλύψει το παντελόνι. Φαντάστηκα την γυναίκα του, σε δικές τους προσωπικές στιγμές, να κάθεται γονατιστή κοντά του και να του φιλάει τις δύο αυτές πληγές και αυτός να της χαϊδεύει το κεφάλι. Χωρίς πολλά πολλά. Δεν ξέρω αν το έκανε, δεν με ένοιαζε κι όλας. Αλλά έβλεπα εκεί, έναν καθιστό “Άγιο” και μία όρθια “Οσία”. Δίπλα τους, περπατούσαν οι καρποί και των δύο.
Ο άντρας πέρασε, πέρασαν όλοι, και ένιωθα ότι πέρασαν από μέσα μου και με ισοπεδώσαν. Έμεινα ένα χωράφι σπαρμένο, με ένα καρπό που περίμενε βροχή για να καρπίσει. Και τρέξανε τα δάκρυά μου ποτάμι όταν πέρασαν και εξαφανίσθηκαν. Η μεγαλύτερη τέχνη τ’ ανθρώπου είναι η ομορφιά  που κοπιάζει να έχει μέσα του, το περιβόλι του. Θέλει κόπο όμως, δεν ανθίζει η ψυχή μόνη της. Και εγώ, αισθανόμουν αχάριστος. Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ, που βγήκα από το κάστρο να χαζέψω την απεραντοσύνη που είχε ο τόπος. Πέρασε ώρα, σκούπισα τα δάκρυά μου και ευχαρίστησα το Θεό, που για άλλη μιά φορά μου τσάκισε την έπαρση και την αχαριστία. Οι άνθρωποι αυτοί, κυκλοφορούν στον κόσμο σαν υπενθύμιση της δικής μας μικρότητας, είναι οι σιωπηλοί “Φάροι”. Ο Θεός, μπορεί ακόμη και τον πόνο του ανθρώπου να κάνει προσευχή, φτάνει να έχει ένα κομμάτι γόνιμο η ψυχή και θα ανθίσει.
Μπήκα πάλι στο κάστρο. Η διάθεση να φωτογραφίσω μου έφυγε, όπως και όλες οι περιττές σκέψεις μου. Κοίταξα τα πόδια μου μόνο, το σώμα μου, είπα ένα δόξα τω Θεώ, έβαλα την μηχανή στην τσάντα και επέστρεψα προς το λεωφορείο για το σπίτι.  Μέχρι σήμερα, στις αχάριστες στιγμές μου, εκείνα τα δύο πόδια, μου “μυρίζουν” λιβάνι.

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Το κομποσκοίνι

Τελείωσα την δουλειά μου μεσημέρι όπως πάντα. Μπήκα στο λεωφορείο για την επιστροφή προς κέντρο. Στην στάση που περιμένω, κοντά στην θάλασσα, σου έρχεται όταν φυσάει ένα αεράκι δροσιστικό δημιουργώντας έτσι μια νοσταλγική διάθεση. Σου έρχεται αυτή η αρμύρα ανακατεμένη με αέρα. Αν κλείσεις τα μάτια σου μπορείς για λίγο να ταξιδέψεις πάνω από τους ήχους και την βαβούρα.
 “Σκάψιμο” που θέλει η ζωή για να “δεις” κάτω από το “χαλί”...το λεωφορείο ήρθε. Μπήκα και κάθισα μπροστά στον οδηγό. Σαν σε πούλμαν που ταξιδεύει και κάθεσαι μπροστά να βλέπεις την μεγάλη οθόνη.
 Χάζευα μπροστά για κάμποση ώρα. Κάποια στιγμή, από τα αριστερά μου, στην θέση που ακουμπάει στην πλάτη του οδηγού βλέπω μια γυναίκα με τον γιο της αγκαλιά. Όλα ήταν σαν άγαλμα σκαλισμένο και πολυκαιρισμένο.
 Ήταν ασιατικής καταγωγής. Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο, λείο σαν πορσελάνη. Ήταν συνοφρυωμένη και κοίταζε σταθερά έξω. Φορούσε ένα μαντίλι στο κεφάλι λευκό, σαν καλόγρια που έπεφτε μέχρι κάτω. Είχε μπλε αστεράκια διάσπαρτα. Ένα πουκάμισο με ρίγες εκρού και ένα τζιν ξεβαμμένο. Μια σταγόνα ομορφιάς μέσα σε έναν άχρωμο χώρο. Καθόταν στην άκρη της θέσης προς τα έξω. Ο γιος της ήταν καθισμένος δίπλα της. Είχε ξαπλώσει πάνω στα πόδια της και λαγοκοιμόταν. Η μάνα, είχε απλώσει το χέρι της κάτω από το κεφάλι του παιδιού σαν μαξιλάρι. Στα πόδια τους είχε μια τσάντα που είχε μέσα κάτι σαν κουβέρτα. Δεν είχε καμία λυπηρή αίσθηση η εικόνα. Ήταν ένας καθάριος πίνακας με ζωντανά χρώματα. Τους κοίταζα αχόρταγα...αδηφάγα….σαν να ήθελα να μου μείνει αυτή η εικόνα όλη μέρα.
 Το κεφάλι της ήταν γυρισμένο και μπορούσα να δω μόνο το ένα μέρος του προσώπου της. Έπεφτε το φως πάνω του και είχε μια λαμπερή αίσθηση. Έβλεπες το χνούδι στα μάγουλά της σαν δέρμα μικρού παιδιού. Καθώς την παρατηρούσα, πρόσεξα τα σαρκώδη χείλια της να ψιθυρίζουν συνεχόμενα. Μερικές φορές κολλούσαν το ένα με το άλλο, προσπαθώντας να επαναλάβουν το ίδιο μυστικό μοτίβο. Τότε πήγαν τα μάτια μου στο άλλο της χέρι.
 Το είχε ακουμπισμένο πάνω στο σώμα του μικρού της. Κράταγε ένα κομποσκοίνι από χάντρες μικρούλες μπλε. Κάθε ψίθυρος μια ευχή...προσπαθούσα να κατανοήσω τι λέει, διάβαζα τα χείλια της αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ανα διαστήματα κοίταζε το παιδί της που άνοιγε τα μάτια του και μετά ξανακοιμόταν. Μετά, γύριζε το κεφάλι της πάλι κοιτώντας έξω, μα βλέποντας “μέσα” της. Έτσι την αισθανόμουν.
 Κάποια στιγμή, κοίταξα γύρω μου να δω εάν κανέναν απολαμβάνει επίσης αυτό το όμορφο “γλυπτό”. Μου θύμιζε τόσο το άγαλμα του Μιχαήλ Άγγελου, την Πιετά, όπου εικονίζεται η Θεοτόκος με τον Ιησού νεκρό στα χέρια της.
  Μια κυρία, “καθωσπρέπει”, με ξανθό, βαμμένο μαλλί, ηλικιωμένη, μου έριξε ένα βλέμμα σαν να ήθελε να μου πει “είδες; βρωμιάριδες μετανάστες”. Δεν ήθελα να την αδικήσω την κυρία, ίσως να έκανα λάθος. Παρακαλούσα να μην νιώσω μόνος, μέσα στον κόσμο, να νιώσω ότι και κάποιος άλλος, μπορούσε τουλάχιστον να “δει” αυτήν την εικόνα. Όσο κι αν “βούτηξα” στα βλέμματα των άλλων, κανείς δεν είχε παρατηρήσει. Κοίταζα την κυρία, έψαχνα απεγνωσμένα στο βλέμμα της να δω την αποδοχή του διπλανού αγάλματος. Τίποτα…
 Γύρισα στην “Πιετά” μου και συνέχισα να χαζεύω τους κόμπους από το κομποσκοίνι που πέρναγαν ένας ένας. Και τα χείλια εκεί. Να ψιθυρίζουν τον ίδιο σκοπό. Είχε πανέμορφα χέρια, σχεδόν ερωτεύσιμα. Μακριά δάχτυλα, οστέινα αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα.

 ΟΙ άνθρωποι από μόνοι τους μερικές φορές, μπορεί να είναι μια τέχνη. Καθώς κοίταξα για τελευταία φορά την “κυρία καθωσπρέπει”, φτάνοντας στην στάση μου, ένιωσα λυπημένος. Θα επέστρεφε σπίτι της με μιά εικόνα “λιγότερη”

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Η Τράτα

 Χειμώνας καιρός ήταν όταν έφτασα Κερατσίνι για να βρω τον καπετάνιο μιας Τράτας σε ένα καφενείο της περιοχής. Έπρεπε να κάνω τον πρώτο σύνδεσμο για να μπορέσω να ανέβω στην Τράτα και να ξεκινήσω την δουλειά μου. Μια συνεργασία με τον Σύλλογο Αρχέλων και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την καταγραφή των πληθυσμών θαλασσίων Χελωνών Καρέττα Καρέττα.  Η δουλειά μου θα ήταν να καταγράψω τις καλάδες των ψαράδων, γεωγραφικό πλάτος, μήκος, ώρα καλάδας, ποσότητα ψαριών, είδος, άχρηστα ψάρια, ψάρια αγοράς, αλλά κυρίως να περιθάλψω, να μετρήσω και να μεταφέρω στο Κέντρο τυχών πληγωμένες Χελώνες. Σε περίπτωση που τα ζώα ήταν άρτια, έπρεπε να βάλω ένα ταμπελάκι στο μπροστινό πτερύγιο και να ελευθερώσω το ζώο στην θάλασσα έχοντας κρατήσει πλήρη στοιχεία.
 Έπρεπε να βρω τον Γιάννη σε ένα καφενείο στο Κερατσίνι, να συννενοηθώ, και να ορίσουμε ημερομηνία που θα ξεκίναγα να ταξιδέψω μαζί τους. Είχα πάνω μου όλο τον φωτογραφικό εξοπλισμό μου. Μπήκα μέσα σε ένα τυπικό παλιό Αθηναϊκό καφενείο. Το μέρος ήταν γεμάτο εργατιά, κόσμος με σκουφάκια, ξεθωριασμένα μπουφάν και μια μυρωδιά από λιμάνι. Δέρματα σκληρά, μάτια ερευνητικά. Γύρισαν όλοι προς το μέρος μου. Μιας και δεν ήμουν του σιναφιού, με πέρναγαν όλοι σαν σκάνερ από πάνω μέχρι κάτω προσπαθώντας να καταλάβουν τι ρόλο βαράω. Προσπέρασα τους θαμώνες με ένα πολύ άβολο συναίσθημα και πήγα στον καφετζή.
  • Είναι εδώ ο Γιάννης τάδε….? ρώτησα
  • Τι τον θες; απάντησε κοφτά ο ιδιοκτήτης
  • Πρέπει να συννενοηθώ μαζί του για μια δουλειά, μου είπε να έρθω εδώ
  • Δημοσιογράφος είσαι του λόγου σου; Έχεις να κάνεις με αυτά τα ρεμάλια;
Δυσκόλεψε το θέμα...έμεινα αμίλητος για λίγο για να βρω την βολή μου και να δω τι θα κάνω. Οι άνθρωποι της εργατιάς, έχουν μια φυσική απέχθεια για τα λαμόγια από χιλιόμετρο. Μπορούν να “δουν” πίσω από τις λέξεις. Μπορείς να τους λες πολλά και θα πιάσουν αυτά που πρέπει. Έχουν μια ικανότητα να “διαβάζουν” το σώμα τ' ανθρώπου.
  • Κοίτα, απάντησα, δεν είμαι δημοσιογράφος. Έχει δεχτεί να πάρει μέρος σε ένα πρόγραμμα και έχω έρθει να τον βρω. Ξέρεις που είναι;
  • Θα τον βρεις εδώ σε λίγο.  Αυτές οι μηχανές εκεί τι είναι;
  • Μου αρέσει η φωτογραφία και θέλω να κατέβω Ιχθυόσκαλα να τραβήξω μετά
  • Αα...καλά…
 Βρήκα τον Γιάννη και μιλήσαμε. Μου είπε για την δουλειά του. Τους πόνους και τους κόπους του. Κουρασμένος, απογοητευμένος, με χέρια κομμένα και σκληρά. Τον παρατηρούσα ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο σουλούπι του καθώς μιλούσε. Κανονίσαμε ημερομηνία που θα έμπαινα στην Τράτα. Έπρεπε να φτάσω στις τρεις την νύχτα γιατί τότε μπαρκαραν. Πέρασαν λίγες μέρες και ήρθε ο καιρός. Την Δευτέρα θα φεύγαμε. Είχα ετοιμάσει το ορειβατικό μου σακίδιο με όλα τα “εργαλεία”. Ήταν Παρασκευή και είχα κάνει απόστημα στα ούλα. Πήγα στον οδοντίατρο αλλά μου είπε ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι τώρα. Θα το βλέπαμε από Δευτέρα. Με μπούκωσε στα χάπια. Πέρασε το ΣΚ και ήρθε η μέρα, κατέβηκα στο Κερατσίνι. Η πόλη κοιμόταν, και εκεί, στην Ιχθυόσκαλα, τρεις το πρωί γινόταν ένας χαμός. Κόσμος, φωνές, παζάρια, πραμάτεια και κακό...κόσμος ερχόταν από παντού να αγοράσει ψάρια.  Κιβώτια από φελιζόλ γεμάτα ψάρια, μικρά, μεγάλα, τεμαχισμένα, δωμάτια που πούλαγαν την πραμάτεια τους.
 Βρήκα τον Γιάννη κάπου εκεί να ετοιμάζει την Τράτα, ένα σκαρί θεόρατο, σιδερένιο, χτυπημένο παντού σαν πληγωμένο ζώο. Κοίταζα έναν άλλο παράλληλο κόσμο που ποτέ μου δεν είχα δει, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί. Εμείς οι άνθρωποι, για όλα έχουμε γνώμη από μακριά, γνωρίζοντας απολύτως τίποτα για τις ζωές των άλλων ανθρώπων. Πως εργάζονται, τον κόπο τους, τους φόβους τους, τι θυσιάζουν για να έχουμε αυτά που έχουμε. Οι παλιοί άνθρωποι, βασιλιάδες στο δικό τους βασίλειο, ήξεραν τι σημαίνει κόπος. Ήταν φτωχοί, αγράμματοι ίσως, αλλά αναγκασμένοι να είναι στην παραγωγή, είτε γη, είτε ζώα, αφέντες της ίδιας τους της ζωής ένιωθαν τον πόνο και τον κόπο του άλλου. Ξέρανε ότι για να έχουν αυτό ή εκείνο, ο άλλος έχει φτύσει αίμα. Και ο κόπος του ταπείνωνε, η γη όταν “γεννούσε” τους μάθαινε να περιμένουν να βγει ο καρπός, το παιδί τους.
 Μπήκα στην Τράτα. Κόσμος γύρω γύρω, Αιγύπτιοι και Έλληνες ναύτες. Στην πλώρη του σκάφους ήταν οι καμπίνες των Αιγυπτίων. Το τιμόνι ήταν στο πάνω μέρος του σκάφους, είχαν και ένα θεόρατο σκυλί. Σοκαρίστηκα όταν έμαθα ότι οι Αιγύπτιοι τα φοβούνται σαν το διάολο. Τα έπαιρναν οι Έλληνες καπετάνιοι για να αποτρέψουν τους Αιγύπτιους να κάνουν πειρατεία στο σκάφος και να το πάνε Αίγυπτο. Ανέβαιναν λέει πάνω στο πηδάλιο, σου κότσαραν ένα όπλο στον κρόταφο εάν ήσουν κοντά΄σε Αιγυπτιακά νερά και σε οδηγούσαν εκεί, πάει η Τράτα πάνε και ι κόποι σου. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν πυροβολούσαν το σκυλί πρώτα…
 Φύγαμε μετά από λίγη ώρα. Πονούσα αφόρητα από το απόστημα. Δεν είχα φάει καλά και είχα πάρει ένα κιβώτιο χάπια. Νόμιζα ότι η Τράτα είναι σαν τα πλοία της γραμμής. Αμ δε...έχοντας στο βιογραφικό μου μίλια από τα πάνω κάτω στο νησί, αισθανόμουν ότι θα είμαι μια χαρά.
 Βγήκαμε μεσοπέλαγα, το στομάχι μου άρχισε να ανακατεύεται, Η έλλειψη ύπνου, τα χάπια, το κούνημα με τσάκισαν σε λίγες ώρες. Ανέβηκα στον Καπετάνιο να σημειώσω την πρώτη καλάδα. Ήμουν κίτρινος σαν το κερί.
  • Ρε είσαι καλά; με ρώτησε ο Γιάννης.
  • Ναι ναι, μια χαρά...τι να του πω; νησιώτης και να τα φτύνω στο πρώτο ταξίδι;
  • Καλά, πήγαινε ξάπλωσε τώρα και θα σημειώσω εγώ την επόμενη καλάδα. Αν πιάσω χελώνα θα σε φωνάξω.
Σύρθηκα στην καμπίνα μου και τρομάρα μου ήθελα και το πάνω κρεββάτι. Η καμπίνα ήταν κοντά στις μηχανές. Κάτω, ήταν μάγειρας και μηχανικός ο Νίκος. Οι μηχανές κοπάναγαν αργά, σταθερά μιας και σε ώρα καλάδας το σκάφος πάει αργά, μια καλάδα μεγάλη μπορεί να πάρει ώρες. Ξύπνησα μεσημέρι. Ανα διαστήματα σηκωνόμουν με χίλια δύο ζόρια, σερνόμουν έξω, έφτανα στις σκάλες που έβγαζαν στον καπετάνιο και ανέβαινα σαν ψοφίμι τα σκαλιά. Ποτέ δεν έχω υποφέρει να ανέβω πέντε σκαλιά, τόσο πολύ. Ο καιρός ήταν μουντός, η αρμύρα μου χτύπαγε το πρόσωπο και κάπως αισθανόμουν καλύτερα. Μέχρι να ξανά κοπανήσει το πλοίο και να μου γίνει το στομάχι σακούλα.
 Προς το μεσημέρι μου ήρθε μια μυρωδιά φαγητού. Είχα βγάλει τα συκώτια μου στην τουαλέτα αρκετές φορές. Ο Νίκος είχε ετοιμάσει ένα σαλάχι που το έλεγαν “ρασα”, βραστό, με ελαιόλαδο και σκόρδο. Είχε μια τεράστια πιατέλα, από αυτές τις μεταλλικές αυγοοειδής που έχουν τα εστιατόρια, με το ψάρι. Φαινόταν θεσπέσιο.
  • Κάτσε ρε να φας λίγο, έχεις βγάλει ότι έφαγες εσύ και εγώ μαζί από τα ξημερώματα.
Κάθισα, γύριζε το κεφάλι μου. Έφαγα του σκασμού. Δεν πρόλαβε να κατέβει το ψάρι και τρέχω έξω. Τα έβγαλα όλα.
  • Ε...λέει ο Νίκος. Ξαναφάε…ούτε που το ξανάγγιξα
Πέρασε ο χρόνος. Δύο μέρες στο σκάφος. Την τρίτη γυρίσαμε πίσω. Δεν είδα ούτε ψάρια ούτε τίποτα. Φτάσαμε Κερατσίνι και ο Γιάννης γέλαγε. Δεν έβγαλα μιλιά. Χαιρέτισα και επέστρεψα σπίτι.
 Πέρασαν λίγες μέρες και φύγαμε το επόμενο ταξίδι. Αυτή την φορά χάπια δεν είχε. Το απόστημα είχε εξαφανιστεί. Είχα κοιμηθεί, είχα ξεκουραστεί. Θα έπαιρνα το αίμα μου πίσω.
 Φύγαμε τρεις τα ξημερώματα από το Κερατσίνι.
  • Βρε καλώς το θαλασσόλυκο...είπε ο Γιάννης με χαμόγελο.
Δεν μίλησα καθόλου. Πήγα στην καμπίνα. Άφησα τα πράγματά μου. Πήρα την φωτογραφική και χτένισα το πλοίο. Είχα μάθει και τους Αιγύπτιους. Ανέβηκα στο πηδάλιο, κάθισα έξω στο κατάστρωμα, στα δεξιά του πλοίου, γραπώθηκα από τα κάγκελα και δεν κούνησα ρούπι τρεις μέρες. Με χτύπαγε η θάλασσα, έγινα μούσκεμα, εκεί….
 Κατέβαινα όταν ανέβαινε η ψαριά, κατέγραφα τα ψάρια στο ειδικά διαμορφωμένο φυλλάδιο. Χελώνες δεν είδα ποτέ. Ένα μεσημέρι με κάλεσαν οι Αιγύπτιοι να μου κάνουν το τραπέζι. Μπήκα μέσα και είχαν μια κατσαρόλα πάνω στο γκάζι, κάτω στο πάτωμα. Μαγείρευαν όλοι μαζί. Πέταγαν τα ψάρια μέσα στο νερό, ψάρια από τις ψαριές, και έκαναν μια σούπα. Η καμπίνα μύριζε περίεργα αλλά το διασκέδαζα όσο τίποτα.
 Σε μια από τις καλάδες, όταν άνοιξε το δίχτυ, έχοντας μέσα ότι μπορεί να φανταστεί τ’ ανθρώπου ο νους, ανέβηκε ένα χταποδάκι σαν σπυρί στο δάχτυλό μου. Άπλωνε τα μικροσκοπικά πλοκάμια του και προσπαθούσε να βρει την άκρη για το νερό. Ότι έβρισκα μικρό το πέταγα στην θάλασσα. Γέλαγαν οι Αιγύπτιοι. Λύσσαξα στις φωτογραφίες. Η ζωή ήταν δύσκολη πάνω στο πλοίο, αλλά είχα ξετρελαθεί. Ανέβαινα τα σκαλιά, κατέβαινα τα σκαλιά, γελούσε  ο Νίκος και ο Γιάννης.
 Έξω από την Αίγινα το πλοίο κατέβασε ταχύτητα, κρατήσαμε σταθερή ρότα για καλάδα τρίωρη. Έγραφα εγώ στα χαρτιά μου, γέλαγε ο Γιάννης και έλεγε “τώρα μάλιστα”, είσαι θαλασσόλυκος Κάποια στιγμή, έξω στο κατάστρωμα, εκεί που αγνάντευα στο πέλαγος, στα δεξιά του πλοίου εμφανίζεται ένα πτερύγιο. Δεν πήρε ώρα, ‘ένα κοπάδι ρινοδέλφινα άρχισε να πετάγεται από το νερό. Έγινε χαμός. Πήδαγαν, βούταγαν, κάνανε σαν τρελά. Τούμπες, βουτιές και ότι άλλο θές, ένα θαλάσσιο τσίρκο. Μας ακολούθησαν ώρες, ένα θέαμα…
 “Να το δώρο μου”, σκέφτηκα.
Έμαθα, για το σκάφος, για τις ψευτοπολιτικές της Ευρωπαϊκής ψευτο Ένωσης η οποία έδινε κάποια χρήματα να “σπάσεις” την Τράτα σου για να μην “καταστρέφεται” το περιβάλλον. Τις μεγάλες όμως εταιρίες η Ευρωπαϊκή Ένωση τις προστάτευε. Η γάγγραινα της ‘Ενώσεως”, απλώθηκε πρώτα στους μικρούς ψαράδες. Κατέστρεφαν λέει το περιβάλλον. Για τα τέρατα της θάλασσας ούτε λόγος. Ψήφιζαν “νόμους” οι οποίοι θα πέρναγαν από διαδικασία ψηφοφορίας. Ο Γιάννης, έπρεπε να πουλήσει την Τράτα του και να βγει στη στεριά. Μου μίλαγε και πόναγε η ψυχή του. Δεν είχα τι να πω. Δεχόταν ότι η δουλειά του είχε κάνει ζημιά. Αλλά όταν με ρώταγε πως να ταΐσω τα παιδιά μου δεν είχα τι να πω. Για την συγκεντροποίηση της τροφής σε μεγάλες αλυσίδες ούτε κουβέντα. Είχαν πρόσωπο αυτοί, πολιτικές διασυνδέσεις Είχαν βγει από Πανεπιστήμια και κατέστρεφαν το περιβάλλον με τακτ και πτυχία. Το γνώριμο συναίσθημά μου, ανέβηκε πάλι...η αηδία. Αηδία για μια ράτσα ανθρώπων, αηδία για μια μερίδα κόσμου, που κοκορεύεται ότι μπορεί να καταστρέφει δια νόμου. Οι μεγαλύτεροι δολοφόνοι βγήκαν από τα “καλύτερα” Πανεπιστήμια Η μόρφωση μου αρέσει την σέβομαι, αλλά ένας άνθρωπος της ζωής δεν εκτιμάται, δεν έχει πτυχίο η ενσυνάισθηση, δεν διδάσκεται, βιώνεται. Την μαθαίνεις από τα κουρασμένα χέρια της γής, τις πληγές, το καμμένο δέρμα από τον ήλιο, το ψωμί και την ελιά. Την μαθαίνεις από το λιβάνι, το χωράφι, τον καρπό…
 Πέρασε ο καιρός. Ταξίδεψα και άλλο μαζί με τα παιδιά. Πέρασα υπέροχα. Έμαθα χιλιάδες πράγματα για τον ανθρώπινο κόπο, την δική μου αχαριστία απέναντι στο Θεό και την ζωή. Κατέβηκα από την Τράτα έχοντας μάθει ένα μεγάλο μάθημα. Να λέω όποτε μπορώ, Δόξα τω θεώ για αυτά που έχω και για αυτά που δεν έχω. Δεν το θυμόμουν πάντα, αλλά πια δεν είχα δικαιολογία.

Ο Φορτηγατζής

Γνώρισα το Γιώργο σε μία επίσκεψη στο σπίτι του το 1997, μέσω ενός συγγενή μου με τον οποίο ήταν φίλοι. Έμενε σε ένα αυτοσχέδιο σπίτι που είχε φτιάξει μόνος του χαμηλά στην Πάρνηθα. Απλό, απέριττο, με κήπο και δέντρα, είχε κάνει ότι μπορεί να στεγάσει την οικογένειά του. Εργαζόταν σαν επαγγελματίας οδηγός ξεφορτώνοντας ξυλεία σε όλη την Ελλάδα. 
Είχε τρία παιδιά μάλαμα και μια γυναίκα, μάνα, και κολώνα του σπιτιού. Η Ντίνα. Δεν μάσαγε πουθενά. Μέτριο ανάστημα, μαύρα μαλλιά βελόνα, με σαρκώδη χείλη και δύο λακκάκια στο χαμόγελο...όσο μπόι της έλειπε τόσο χαρακτήρα είχε. Γέλαγε με την καρδιά της όπως και ο Γιώργος. Την πιάναν τα νεύρα της να ακούει για φεμινισμό και νεωτεριστικές παπάτζες, αγαπούσε τον άντρα της καθάρια, καθημερινά, απλά μα τόσο σύνθετα. Συναίσθημα που το βρίσκεις μόνο σε κόσμο με ψυχή κρύσταλλο, γιατί αυτό είχε. Η αγάπη της και ο σεβασμός της έβγαινε στο φαγητό του Γιώργου, των παιδιών της, στο καλάθι ταξιδιού του άντρα της πριν ξεκινήσει το εβδομαδιαίο γυρνοβολιό στην Ελλάδα. 
Πολλά λόγια δεν είχε, η ζωή ήταν απλή. Η θεωρία ήταν πρακτικοποιημένη, καθημερινή και σταθερή. Αν έπρεπε να ταΐσει λόχο, θα τον ξεπέταγε στο άψε σβήσε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ένα όμορφο ανθρώπινο περιβόλι, με επίκεντρο το τζάκι. Εκεί καθόμασταν με το Γιώργο και φιλοσοφούσαμε με τις ώρες. Κι όπως λένε, το μήλο κάτω από την μηλιά, έτσι ήταν και τα παιδιά τους. Ο Άγγελος, μικρότερός μου και κατά πολύ τετραπέρατός μου, ο οποίος με τσάκιζε στο σκάκι, και η Εύα. Μια κούκλα με κατάξανθο μπουκλέ, μακρύ μαλλί, και τα λακκάκια της μάνας της στα μάγουλα. Είχαν και οι δυο μια σπίθα στα μάτια σαν διαμάντι. Αργότερα απέκτησαν μια μικρούλα, την Αθηνά. 
Κάποτε, σε μια κουβέντα, ρώτησα τον Γιώργο αν θα μπορούσα για μιά φορά να ταξιδέψω μαζί του με το φορτηγό. Δέχτηκε. Τρελάθηκα από την χαρά μου. Περίμενα να περάσουν οι μέρες να έρθει η Δευτέρα. Ξημέρωνε όταν έφτασα στο σπίτι του με το δίχρονο, λαδωμένο μηχανάκι μου. Η Ντίνα, σαν γνήσια μάνα του λόχου, μας είχες ετοιμάσει φαγητό σε πλαστικό ψυγείο. Ήπιαμε ένα καφέ, κάναμε και ένα τσιγάρο και κατεβήκαμε στο φορτηγό. Είχε φορτώσει ο Γιώργος από την προηγούμενη μέρα 12 τόνους ξυλεία. Χαιρετίσαμε και ανεβήκαμε στην καμπίνα. Είχα κουβαλήσει την φωτογραφική μηχανή, την κιθάρα, κασέτες, ένα σκασμό συμπράγκαλα. Γέλαγε ο Γιώργος “πού τα πάς όλα αυτά ρε Καλανδράνη;”
Φύγαμε για Στερεά Ελλάδα. Βάλαμε μουσική, και αρχίσαμε να τρώμε χιλιόμετρα. Είχαμε μια εβδομάδα να τα τρώμε. Αλλάζαμε πόλεις και χωριά, χαμός. Εγώ κράταγα ημερολόγιο. Έγραφα στις στάσεις. Γύριζε ο Γιώργος, με κοίταζε λοξά και ρωτούσε “μα τι γράφεις εκεί;” 
Εκεί, πάνω στην καμπίνα αυτού του φορτηγού, αποκαλύφθηκε ο υπέροχος κόσμος του, ένα μυαλό τετραπέρατο. Είχε ξεκοκαλίσει ότι βιβλίο μπορούσες να φανταστείς, πολιτική, φιλοσοφία, ιατρική, νομικά, πολιτικά και θρησκευτικά. Θυμόταν ονόματα, ιστορικά γεγονότα, ημερομηνίες. 
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με μαύρα μπουκλέ ατημέλητα μαλλιά, μιά μύτη γαμψή και δύο μάτια που ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι λυπημένα ή χαρούμενα. Όταν γέλαγε, που γέλαγε συνέχεια, νόμιζες ότι θα κλάψει. Είχε τόσο κόπο πάνω του, τόση δουλειά, τόση κούραση που αισθανόσουν κουρασμένος ό ίδιος, μα όσο κι αν αυτό φαινόταν έτσι, άλλη τόση ενέργεια και κότσια είχε. 
Μιλήσαμε για τα πάντα. Ώρες ατέλειωτες, χιλιόμετρα ατελείωτα. Εναλλαγές από τοπία αμέτρητες. Κάναμε στάσεις και τρώγαμε, έλεγε μετά το φαγητό, “ε, τώρα μια φραπεδιά είναι ότι πρέπει”. ¨Ήταν ένας φιλόσοφος φορτηγατζής, που αν πήγαινες να του την βγεις στην κουβέντα άνοιγε το στόμα του και κατέβαινε το Χάρβαρντ. Δεν έκανε ποτέ επίδειξη, ήταν ευγενέστατος, φιλικότατος και το πιο τίμιο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Ότι είχε φτιάξει, το είχε φτιάξει με κάλους και ρόζους.
Κάναμε το πρώτο ταξίδι. Προς μεγάλη μου χαρά μου πρότεινε να ακολουθώ όποτε θέλω στα ταξίδια και βέβαια δεν έχασα την ευκαιρία. Ξεπατώθηκα. Γύρισα μαζί του όλη την Ελλάδα. 
Κρήτη, Κέρκυρα, Βόρεια Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Πελοπόννησο κ.α. Σε ένα ταξίδι κάναμε στάση στο Γύθειο. Είχα φίλους εκεί, στις Χελώνες Καρέττα Καρέττα. Ήταν μια κοπελιά, η Στεφανία σκέτο όνειρο. “Άντε ρε...μου λέει ο Γιώργος, θα κάνουμε στάση στο Γύθειο να βγούμε με τους φίλους σου”. Πήγαμε σε μία ταβέρνα. Πέσανε μεζέδες, κρασί σαν να μην υπάρχει αύριο, μέχρι που ξεκίνησε ο Γιώργος να μιλάει με ένα φίλο της Στεφανίας. Πολυδιαβασμένος και ο ίδιος, άνοιξε κουβέντα με το Γιώργο. Δεν βγάλαμε κιχ. Η Στεφανία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. “Καλά, από πού ξεφύτρωσε αυτός;” θυμάμαι να με ρωτάει…”Τι να σου πω, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα” απάντησα. 
Είχε εξαιρετικό χιούμορ, το οποίο έβαζε ενδιάμεσα στις κουβέντες, όπου αισθανόταν ότι ταίριαζε. Μια μέρα, σε μία θεολογική - υπαρξιακή κουβέντα μου λέει “Ρε Καλανδράνη, το χειρότερο πράγμα ξέρεις ποιο είναι; Να είσαι Χριστιανός, να πιστεύεις στο Θεό, και να πας στην Κόλαση…”, έσκασα στα γέλια. 
Στα ξυλουργεία μας λέγανε ανέκδοτα, κάνανε χαβαλέ όσο ξεφόρτωναν, όλοι άνθρωποι απλοί, της εργατιάς. Τελειώναμε και συνεχίζαμε στην επόμενη στάση. 
Μια μέρα μπήκαμε σε ένα Ferry Boat για να περάσουμε σε κάποιο νησί. Καθώς έβαζε ο Γιώργος το φορτηγό με την όπισθεν, έρχεται ένας ναύτης και του λέει “Ψιτ, θα σε οδηγήσω εγώ προς τα πίσω…”, κάτι μουρμούρισε ο Γιώργος και αφέθηκε στον ναύτη. Καθώς πηγαίναμε αργά στα πισινά του πλοίου, άρχισε να ανεβαίνει από την αριστερή σκάλα μια γυναίκα με ένα μίνι μέχρι τον αφαλό. Κοιτάω εγώ προς τα εκεί, κοιτάει ο Γιώργος, αλλά για κακή μας τύχη κοιτάει και ο ναύτης, ο οποίος ξέχασε την δουλειά του και συνέχισε…”έλα πίσωωω πίσωωω...έλαα”. Στα πίσω λοιπόν, σκάει η καρότσα του φορτηγού στην μπουκαπόρτα και ακούγεται ένας πάταγος σαν να τινάχτηκε το πλοίο στον αέρα, κόλλησε το κεφάλι μου στα πίσω. Γυρίζει ο ναύτης στον Γιώργο…”καλά ρε φίλε, που κοιτάς;”...”’έ...απαντάει...όπου κοιτάς κι εσύ”. Έκανε να συνέλθει το στομάχι μου από τα γέλια καμία ώρα. Ειδικά όταν μετά τον θόρυβο κόλλησε ο καπετάνιος την μούρη του στο τζάμι για να δει αν βουλιάζουμε. Τα “καντήλια” του ναύτη τα ακούγαμε μέχρι που εξαφανίσθηκε.
Οι περιπέτειες συνεχίστηκαν, ταξίδεψα μαζί του πολύ. Μου έμαθε πολλά πράγματα. Τα περισσότερα σιωπηλά, από τις πράξεις του, παρά τα λόγια του. Το κυριότερο όλων, ήταν ότι ποτέ δεν ξέρεις αν αυτό που “βλέπεις” είναι όντως αυτό που “είναι”. Ο άνθρωπος έχει την κατάκριση εύκολη. Κι όπως έλεγε κάποιος “κατακρίνουμε, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε την μετάνοια του άλλου, αυτή, μόνον ο θεός την γνωρίζει”. 
Μπορεί να έκανε χαβαλέ, να πείραζε, αλλά ένιωθες ότι το χαμόγελό του ήταν παράγωγο πόνου, στέρησης, κόπου. Ήταν οι μικρές “ανάσες” από μία εβδομάδα με λιγοστή ξεκούραση, απόσταση από την οικογένειά του, το βασίλειό του. 
Σε κάποιο από τα ταξίδια που κάναμε του τράβηξα μερικές πόζες. Λυπήθηκα γιατί δεν κατέγραψα φωτογραφικά όσα ήθελα. Έμεινε ‘όμως στην μνήμη μου χαραγμένος όσο λίγοι άνθρωποι.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Ο άστεγος

Μόλις είχα φτάσει στην στάση Φιξ περιμένοντας μία συνάδελφο να με πάρει με το αυτοκίνητό της για την δουλειά. Μιας και δεν ξέρεις πότε θα είσαι στην ώρα σου, είχα φτάσει αρκετά πιο νωρίς. Πρωινά σύνεργα ο καφές και ένα στριφτό τσιγάρο. Κόσμος πέρναγε, ανέβαινε κατέβαινε στο Μετρό, στις στάσεις του λεωφορείου, πανδαιμόνιο.
 Είχα ακουμπήσει τον καφέ πάνω στο μάρμαρο στην είσοδο του Μετρό και περίμενα. Πίσω μου ένας κουλουράς καθόταν στο σκαμπό του κάτω από ένα δέντρο. Κάτω από το κουβούκλιο με τα κουλούρια, είχε αφήσει ένας άστεγος την πραμάτεια του, μια τσάντα κόκκινη με χερούλι, σαν αυτές που παίρνει κάποιος σε αεροπορικό ταξίδι. Μικρή αλλά κομψή. Τράβαγε την τσάντα από εδώ και από εκεί, κάνοντας μεγάλο κοντράστ με το ρακένδυτο ντύσιμό του. Μισός κύριος μισός άστεγος.
 Κράταγε στα χέρια του μια στοίβα περιοδικά Σχεδία - Δρόμου, αυτά που τα πουλάνε οι άστεγοι και παίρνουν ένα ποσοστό για να επιβιώσουν. Ήταν κοντός, ηλικιωμένος, με άσπρα μαλλιά και ξεροκαμμένο δέρμα. Είχε μικρά μάτια, λυπημένα σχεδόν. Καθώς τον κοίταζα σκεφτόμουν που θα κοιμάται, τί θα τρώει...αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν, την σήμερον ημέρα να επιτρέπει μια πολιτεία να υπάρχουν άστεγοι. Η κατάσταση των πολιτών σου είναι η εικόνα της πολιτικής σου, δεν μπορείς να κρυφτείς από αυτό. Η ανθρωπότητα θέλει να κοκορεύεται ότι πάτησε στο φεγγάρι, έχοντας πρώτα πατήσει στις ζωές άλλων ανθρώπων.
 Ο ανθρωπάκος αυτός, είχε αφήσει μία στοίβα περιοδικά στην άλλη άκρη της εισόδου του Μετρό. Μαζί με τα περιοδικά, είχε και ένα παλιό ραδιόφωνο. Μέσα στον χαμό άκουγες μερικά ξελαριγγιάσματα από την μουσική, αλλά δεν καταλάβαινα τι παίζει. Ούτε και με ένοιαζε. Χάζευα λίγο στο κινητό μου όταν ακούστηκαν οι πρώτες φωνές. Γύρισα να δω Μια κοπέλα που πούλαγε πακέτα Vodaphone και καρτοσυνδέσεις είχε σπρώξει τα πράγματα του άστεγου προς την άκρη για να τοποθετήσει την δική της πραμάτεια πάνω στο μάρμαρο. Ο άστεγος έγινε έξαλος.
  • Γιατί μου πειράζεις τα πράγματα….ήρθα εγώ να πειράξω τα δικά σου?
  • Κύριε, εδώ εργάζομαι και εγώ, δεν είστε μόνος….
Ο άστεγος φώναζε, τράβαγε την βαλίτσα αριστερά, δεξιά εκνευρισμένος Η κοπέλα ξεκίνησε το κήρυγμα. “Να είστε πιο ευγενικός, να...να...να…..”. Την κοίταγα να μιλάει και να κάνει υποδείξεις σε ένα πλάσμα με παλιά ρούχα, που ίσως να είχε να φάει κάποιες μέρες. Τι μυαλά κουβαλάει ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να δώσει δίκιο σε έναν άστεγο? Τι χώρο πιάνει αυτό το πλάσμα μέσα στην ζωή. Ένα παγκάκι και ένα κομμάτι μάρμαρο.
   Η κοπέλα συνέχισε να τον νουθετεί, ο κόσμος είχε κάνει ένα κύκλο παρακολουθώντας το θέατρο του παραλόγου. Και εγώ μαζί. Δίπλα της, είχε αρκετό χώρο να βάλει τα πράγματά της, αλλά ήθελε να κάτσει εκεί. Ο άστεγος έκανε σβούρες, του έτρεχαν και μερικά σάλια από τις φωνές, ένιωθα ότι ήθελε να κλάψει, του είχαν πάρει το λίγο κομμάτι που “χωράει” μέσα στην ζωή, μια πάλη να βρει και αυτός τη θέση του μέσα σε μία κοινωνία που τον αποφεύγει σαν καρκίνωμα. Περισσότερο μάλλον, που του επιτίθεται να πάρει τον λίγο ζωτικό του χώρο.
 Συνέχισα να παρατηρώ την συμπεριφορά της κοπελιάς, δεν καταλάβαινα, πόσο δύσκολο είναι να σιωπήσεις και να πας πιο δεξιά, ένα μέτρο πιο δεξιά….
 Σκέφτομαι, ότι σε πολλές κουβέντες ακούω για τις Κυβερνητικές επιλογές και την κατάντια μας, αλλά δεν είναι αυτό...μέσα στην καθημερινότητα κάνουμε ακριβώς τις επιλογές συμβίωσης που χαρακτηρίζουν έναν πολιτισμό. Είναι δικές μας, όχι των άλλων, δικές μας...δικό μας το βάρος, δική μας η ευθύνη, και εγώ μέσα σε αυτές όπως όλοι. Μπορείς να φτιάξεις όποιο ψέμα θες για να δικαιολογηθείς, αλλά παραμένεις πάντα, ένας “γυμνός βασιλιάς”.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Η μηχανή

Θυμάμαι να με καίει ο ήλιος μέρα μεσημέρι όταν σταμάτησα την μηχανή πάνω στον πεζόδρομο της Φωκίωνος Νέγρη. Μέσα από το καταϊδρωμένο κράνος, μύριζα έντονα βενζίνη. Έβαλα την μηχανή στο διπλό σταντ και κατέβηκα να δω τι τρέχει. Ο σωλήνας της μετάδοσης βενζίνης είχε σπάσει και η βενζίνη πεταγόταν σε μικρά συντριβανάκια.
 Όταν σου τύχει αυτό με την “μπέμπα”, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Η μηχανή ήταν φρεσκοαγορασμένη και είχα το δικαίωμα να καλέσω το mobile servise της BMW δωρεάν. Κλείνω την μηχανή για να σταματήσει το σύστημα μετάδοσης της βενζίνης. Τα συντριβανάκια σταματάνε. Δεν έχω πολύ χρόνο, σε κάμποση ώρα ξεκινάει το μάθημα στην Σχολή που δίδασκα μαθητές σχέδιο και εικονογράφηση. Παίρνω τηλέφωνο το συνεργείο και με ενημερώνουν ότι σε λίγη ώρα θα είναι εκεί ένας εκπρόσωπος της εταιρίας.
 Στρίβω τσιγάρο και κάθομαι στην σέλα της μηχανής. Σε λίγη ώρα εμφανίζεται ο τεχνικός. Ένας ξανθοψαρομάλλης 50ρης ευγενέστατος με την μηχανή του σκάει μύτη. Μέτριο ανάστημα φορώντας όλο τον εξοπλισμό ενός μηχανόβιου. Συστηνόμαστε, του εξηγώ το πρόβλημα και κάθεται να το φτιάξει. Η κουβέντα περιφέρεται γύρω από τις μηχανές, που έχω πάει, τι καινούριο έχει βγάλει η εταιρία κτλ.
 Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Είναι από την σχολή. Ο τύπος συνεχίζει να επισκευάζει ενώ εγώ μιλάω. Κλείνω το τηλέφωνο. Ο τύπος γυρίζει και με κοιτάει…
  • Με συγχωρείς...μου λέει, να σε ρωτήσω κάτι?
  • Παρακαλώ, απαντάω εγω
  • Είσαι δάσκαλος σχεδίου?
  • Ναί
  • Θεόσταλτος είσαι….απαντάει
  • Εγώ ή εσύ….απαντώ
Γελάει, “άκου που σου λέω…”. Τον ρωτάω τι τρέχει
  • Ρε φίλε, έχω ένα παλικάρι 17 χρονών, τελείωσε το σχολείο τώρα και θέλει να πάει Καλών Τεχνών. Είμαι αγχωμένος. Τι δουλειά θα κάνει μετά; Πως θα εργαστεί; εγώ τρέχω όλη την ημέρα και με το ζόρι τα βγάζουμε πέρα. Τι να κάνω; Έχω πελαγώσει.
Γνωστό δίλημμα, στην Σχολή είχα συνέχεια γονείς με τους ίδιους προβληματισμούς. Έρχονταν όλοι αγχωμένοι να με ρωτήσουν τί να κάνουν με τα παιδιά τους. Τι να έλεγα; Πώς να πάρεις τέτοιο ρίσκο σε μία χώρα που οι εργοδότες σου λένε ότι φτιάχνεις “καραγκιοζάκια;”. Από την άλλη πώς να πεις σε έναν έφηβο να μην κάνει αυτό που είναι η κλίση του.  Ο κόσμος έχει γεμίσει πετσοκομένες ψυχές που βολοδέρνουν άσκοπα, μισεροί και κουρασμένοι.
 Δεν απάντησα στην αρχή. Τον κοίταξα. Προσπαθούσα να καταλάβω εάν είναι άνθρωπος που ακούει ή που απλά θέλει να “ξεφορτώσει”. Στον δεύτερο απαντάς πάντα δεν ξέρω. Με κοίταγε εκεί σταθερά μέσα στα μάτια σαν να περίμενε να του λύσω όλες τις απορίες.
  • Δεν μου λες..ρώτησα, ο γιος σου είναι καλός;
  • Ναι, πολύ, σχεδιάζει καταπληκτικά Έχει κάνει κάποια μαθήματα προετοιμασίας σε σχολή για Καλών Τεχνών. Αλλά δεν εμπιστεύομαι την κρίση μου.
  • Να σε ρωτήσω...θα αντέξεις αν μια μέρα ο γιος σου σε κατηγορήσει ότι του πετσόκοψες τα φτερά; Θα καταφέρεις να του εξηγήσεις;
  • Τι ρωτάς τώρα…
  • Καλά...λέω, θα σε ρωτήσω κάτι άλλο. Πόσα πράγματα μπορείς να κάνεις με την τέχνη σου;
Με κοίταζε, δεν καταλάβαινε που το πάω….”δεν ξέρω...μπορώ να φτιάχνω μηχανές”.
  • Ο γιος σου όμως μπορεί να κάνει πολύ περισσότερα. Του εξήγησα με τι μπορεί να ασχοληθεί. Εφημερίδες, περιοδικά, ζωγραφική παιδικών δωματίων, εικονογραφήσεις κτλ κτλ. Έδειχνε να παίρνει τα απάνω του.
  • Σοβαρά…; Δεν το είχα σκεφτεί έτσι.
Έπρεπε να φύγω. Σε λίγη ώρα είχα μάθημα στην σχολή. Η μηχανή είχε φτιαχτεί
  • Να σου ζητήσω μια χάρη; με ρώτησε….
  • Ναι αμέ…
  • Σε πειράζει να έρθεις από το σπίτι να τον γνωρίσεις και να μου πεις την γνώμη σου;
Σάστισα...τι να έλεγα; Κοίταζα τα γεμάτα γράσα χέρια του γεμάτα κάλους από την εργασία. Δεν ήξερα τι να του πω. Σκέφτηκα το παιδί, την θέση μου, τι να πεις στο φόβο ενός πατέρα για το μέλλον του παιδιού του;
  • Θα έρθω, απάντησα. Δώσε μου την διεύθυνση. Ο τύπος μόνο που δεν μου φίλησε το χέρι. Έφυγα.
Πέρασαν κάποιες εβδομάδες. Τον πήρα τηλέφωνο, κλείσαμε ραντεβού με το γιο του σε μία καντίνα στο Κερατσίνι που έμεναν. Πήγαινα συχνά στην καντίνα επειδή ήταν δίπλα στη θάλασσα. Ένα μέρος γεμάτο ψαράδες, κουρασμένα σώματα από την δουλειά. Αλλά μύριζε σαν την Πάτμο, στα λιμάνια, όπου οι ψαράδες άφηναν παλιά τα δίχτυα τους και καθόντουσαν κάτω από τον ήλιο το καλοκαίρι για να τα μπαλώσουν. Μια μυσταγωγία μέσα στην πόλη.
 Παράγγειλα καφέ και περίμενα. Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ο Γιώργος. Ένα ξερακιανό παλικάρι, μέτριου αναστήματος με λαμπερά μάτια. Είχε ένα χάρτινο φάκελλο με σχέδια. Γνωριστήκαμε. Ήταν αποφασισμένος να περάσει Καλώς Τεχνών. Του εξήγησα τι έγινε. Γέλαγε με το άγχος του πατέρα του αλλά καταλάβαινε. Κάποια στιγμή άνοιξε το ντοσιέ και ήταν μια αποκάλυψη. Χρώματα, σχέδια, ιδέες...όλα μαζί συνέθεταν ένα θεσπέσιο μυαλό. Δεν μίλησα. Περίμενε με ανυπομονησία τι θα πω. Ακούμπησα στην πλάτη της καρέκλας. Είχε ένα ύφος σίγουρο για την τέχνη του.
 Τον ρώτησα τι ονειρεύεται, του εξήγησα τι μπορεί να κάνει και τι δυσκολίες έχει ο χώρος. Άκουγε χωρίς να μιλάει. Στο τέλος μου λέει…
  • Θέλω να έρθεις σπίτι μου να σου δείξω και τα άλλα σχέδια.
Συμφώνησα. Πήραμε την μηχανή και πήγαμε σπίτι τους. Οι γονείς του ήταν εκεί. Η μάνα, με ευχαρίστησε. Απλή γυναίκα, βιοπαλαιστής. Κάθονταν στην κουζίνα. Με κοίταγαν αγωνιώντας με ένα “Λοιπόν;”. Δεν είπα τίποτα.  Πήγαμε στο δωμάτιο του Γιώργου. Άνοιξε ένα μεγάλο χάρτινο φάκελλο με σχέδια Ελευθέρου Σχεδίου. Ταλεντάρα...απλά. Άψογο μέτρημα, άψογες σκιές, ένα πανδαιμόνιο ισορροπίας και αντίληψης. Εγώ στην ζωή μου δεν είχα κάνει τέτοια σχέδια. Δεν μίλησα πάλι. Οι νέοι έχουν την τάση να υπερηφανεύονται εύκολα και σιγά σιγά καταστρέφονται. Θες να “χαλάσεις” έναν έφηβο; Πες του ότι είναι ο καλύτερος μερικές φορές και τον έχεις πετσοκόψει. Η υπερηφάνεια είναι το φαγητό του εγωισμού, θέλει μικρές απαλές δόσεις, αλλιώς μπουκώνεις και τα χάνεις. Άσε που είναι και ακαλαίσθητος.  
 Πέρασε η ώρα. Οι γονείς περίμεναν την ετυμηγορία Τι να τους πω; Ότι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της; Ότι έχουν ένα γιο ταλεντάρα; Αυτή η χώρα είναι γεμάτη με εργοδότες που δεν ξέρουν την ίδια τους την δουλειά. Ποιος θα αξιολογούσε αυτό το παιδί;
 Αποφάσισα να κάνω αυτό που νιώθω. Πήγα στην κουζίνα. Οι γονείς σηκώθηκαν όρθιοι λες και πέρναγε ο δήμαρχος του χωριού. Ζήτησα από τον Γιώργο να μείνει στο δωμάτιό του. Κάθισα στην καρέκλα, κάθισαν και αυτοί.
  • Ακούστε, είπα...ο Γιώργος είναι ικανότατος. Έχει χάρισμα. Αν το πάρει σοβαρά, που το έχει πάρει, θα πετύχει πολλά. Ανακουφίστηκαν. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο. Ήταν αρχή καλοκαιριού, όλοι οι συμμαθητές του Γιώργου κανόνιζαν που θα πάνε διακοπές και ο Γιώργος σε ποια σχολή θα ιδρώνει για να σχεδιάζει. Είπαμε και άλλα πολλά. Σηκώθηκα να φύγω, με ευχαριστούσαν από την κουζίνα μέχρι κάτω την μηχανή.
Πέρασε καιρός. Τέλειωσε το καλοκαίρι. Το ξέχασα το θέμα. Μετά από καιρό πήρα τηλέφωνο στο σπίτι τους. Καταχάρηκαν. Ο Γιώργος πέρασε Καλών Τεχνών. Έκανε μια δουλειά σε ένα κατάστημα, μια τοιχογραφία. ΟΙ ιδιοκτήτες ξετρελάθηκαν. Ήρθαν και άλλες δουλειές. Έβγαζε ο μικρός περισσότερα από τον πατέρα του. Τους φαινόταν απίστευτο. Χάρηκα πολύ…
 Δεν ρώτησα ποτέ σε ποια καταστήματα σχεδίασε ο Γιώργος. Προτιμώ να μπω σε ένα κατάστημα και να πιω ένα καφέ και ίσως, να κάθομαι κάτω από ένα σχέδιό του.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Το λεωφορείο

   Είναι 10.45 το βράδυ και πηγαίνω να πάρω λεωφορείο για επιστροφή από επίσκεψη σε φίλη. Είμαι Νίκαια, μακριά, κάνει ψοφόκρυο και είμαι αγχωμένος να προλάβω. Καθώς βγαίνω στον κεντρικό, μη γνωρίζοντας την περιοχή ρωτάω ένα περιπτερά ο οποίος έχει κακή διάθεση που είναι η στάση του 703 προς Πετρούπολη. Κάτι μουρμουρίζει, περνάω απέναντι και προσπερνάω την στάση, η οποία είναι κολλημένη πάνω σε κολόνα της ΔΕΗ. Δεν την βλέπω. Καθώς περπατάω προς την αντίθετη κατεύθυνση για να βρω την στάση, το λεωφορείο περνάει. Τρέχω, αλλά το χάνω. Στο διαδίκτυο δείχνει ότι είναι το τελευταίο δρομολόγιο.
   Φτου! Καθώς προσπαθώ να βγάλω άκρη μέσω εφαρμογής του ΟΑΣΑ, περνάει κάποιο άλλο, άσχετο. Επιλογή δεν έχω μπαίνω μέσα και ρωτάω τον οδηγό εάν θα υπάρξει άλλο 703.
-Δεν ξέρω, μου λέει, δεν έχεις ιντερνετ?
-Έχω, αλλά δείχνει το τελευταίο στις 11.00
Κοιτάζει και αυτός, "ναι, έχεις δίκιο απαντάει, μπες μέσα και θα σε αφήσω κοντά προς Καβάλα και από εκεί μοιράζεις την διαδρομή με ταξί".
 - Οκ, απαντώ, μια χαρά.
-Πότε πέρασε το 703; ρωτάει ο οδηγός
-Πριν ένα λεπτό
Κλείνει την πόρτα του μικρού λεωφορείου του και ξεκινάει το κυνήγι.
Τρέχει σαν δαιμονισμένος, κοπανάνε οι άλλοι στα παράθυρα, στις πόρτες, εγώ να πηγαίνω μια από εδώ μια από εκεί.
Ωρέ θα μας στείλει στον άλλο κόσμο σκέφτομαι και εγώ. "Μην τρέχεις έτσι του λέω δεν πειράζει θα πάρω ταξί".
-Όχι, θα τον προλάβω, αρκεί να μην με σταματήσουν για στάση. Ήμαρτον σκέφτομαι, αδιάβαστοι θα πάμε. Το κοπάνημα συνεχίζει, γυρνάω να δω τους επιβάτες οι οποίοι κοιτάνε απορημένοι όλοι τι διάολο γίνεται.
Φτάνουμε το λεωφορείο, ο οδηγός μας κολλάει από πίσω "σταμάτα ρε για στάση, σταμάτα"
Ντάξ, ο τύπος είναι τεράστιος. Το 703 δεν σταματάει, φτάνουμε μια στάση, μια γιαγιά δεν βλέπει καλά και μας κάνει νόημα να σταματήσουμε, χωρίς να είναι σίγουρη ότι αυτό είναι το λεωφορείο που θέλει. Το μετανιώνει και κατεβάζει το χέρι της κάνοντας νόημα να συνεχίσουμε. "Ευτυχώς" λέει ο οδηγός που το έχει πάρει πατριωτικά το θέμα. Πατάει γκάζι και συνεχίζουμε την τρελή πορεία. Λίγο μετά προσπερνάμε το 703, "χααα" στο πα θα τον προλάβω...έχω σκάσει στα γέλια. Τον ευχαριστώ και ο τύπος κοκκινίζει ευχαριστημένος που τα κατάφερε.
Πρόλαβα και με διαφορά το λεωφορείο μου. Ατέλειωτη Ελλάδα με τις διαμαντάρες σου τις κρυμμένες.