Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Ο Φορτηγατζής

Γνώρισα το Γιώργο σε μία επίσκεψη στο σπίτι του το 1997, μέσω ενός συγγενή μου με τον οποίο ήταν φίλοι. Έμενε σε ένα αυτοσχέδιο σπίτι που είχε φτιάξει μόνος του χαμηλά στην Πάρνηθα. Απλό, απέριττο, με κήπο και δέντρα, είχε κάνει ότι μπορεί να στεγάσει την οικογένειά του. Εργαζόταν σαν επαγγελματίας οδηγός ξεφορτώνοντας ξυλεία σε όλη την Ελλάδα. 
Είχε τρία παιδιά μάλαμα και μια γυναίκα, μάνα, και κολώνα του σπιτιού. Η Ντίνα. Δεν μάσαγε πουθενά. Μέτριο ανάστημα, μαύρα μαλλιά βελόνα, με σαρκώδη χείλη και δύο λακκάκια στο χαμόγελο...όσο μπόι της έλειπε τόσο χαρακτήρα είχε. Γέλαγε με την καρδιά της όπως και ο Γιώργος. Την πιάναν τα νεύρα της να ακούει για φεμινισμό και νεωτεριστικές παπάτζες, αγαπούσε τον άντρα της καθάρια, καθημερινά, απλά μα τόσο σύνθετα. Συναίσθημα που το βρίσκεις μόνο σε κόσμο με ψυχή κρύσταλλο, γιατί αυτό είχε. Η αγάπη της και ο σεβασμός της έβγαινε στο φαγητό του Γιώργου, των παιδιών της, στο καλάθι ταξιδιού του άντρα της πριν ξεκινήσει το εβδομαδιαίο γυρνοβολιό στην Ελλάδα. 
Πολλά λόγια δεν είχε, η ζωή ήταν απλή. Η θεωρία ήταν πρακτικοποιημένη, καθημερινή και σταθερή. Αν έπρεπε να ταΐσει λόχο, θα τον ξεπέταγε στο άψε σβήσε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ένα όμορφο ανθρώπινο περιβόλι, με επίκεντρο το τζάκι. Εκεί καθόμασταν με το Γιώργο και φιλοσοφούσαμε με τις ώρες. Κι όπως λένε, το μήλο κάτω από την μηλιά, έτσι ήταν και τα παιδιά τους. Ο Άγγελος, μικρότερός μου και κατά πολύ τετραπέρατός μου, ο οποίος με τσάκιζε στο σκάκι, και η Εύα. Μια κούκλα με κατάξανθο μπουκλέ, μακρύ μαλλί, και τα λακκάκια της μάνας της στα μάγουλα. Είχαν και οι δυο μια σπίθα στα μάτια σαν διαμάντι. Αργότερα απέκτησαν μια μικρούλα, την Αθηνά. 
Κάποτε, σε μια κουβέντα, ρώτησα τον Γιώργο αν θα μπορούσα για μιά φορά να ταξιδέψω μαζί του με το φορτηγό. Δέχτηκε. Τρελάθηκα από την χαρά μου. Περίμενα να περάσουν οι μέρες να έρθει η Δευτέρα. Ξημέρωνε όταν έφτασα στο σπίτι του με το δίχρονο, λαδωμένο μηχανάκι μου. Η Ντίνα, σαν γνήσια μάνα του λόχου, μας είχες ετοιμάσει φαγητό σε πλαστικό ψυγείο. Ήπιαμε ένα καφέ, κάναμε και ένα τσιγάρο και κατεβήκαμε στο φορτηγό. Είχε φορτώσει ο Γιώργος από την προηγούμενη μέρα 12 τόνους ξυλεία. Χαιρετίσαμε και ανεβήκαμε στην καμπίνα. Είχα κουβαλήσει την φωτογραφική μηχανή, την κιθάρα, κασέτες, ένα σκασμό συμπράγκαλα. Γέλαγε ο Γιώργος “πού τα πάς όλα αυτά ρε Καλανδράνη;”
Φύγαμε για Στερεά Ελλάδα. Βάλαμε μουσική, και αρχίσαμε να τρώμε χιλιόμετρα. Είχαμε μια εβδομάδα να τα τρώμε. Αλλάζαμε πόλεις και χωριά, χαμός. Εγώ κράταγα ημερολόγιο. Έγραφα στις στάσεις. Γύριζε ο Γιώργος, με κοίταζε λοξά και ρωτούσε “μα τι γράφεις εκεί;” 
Εκεί, πάνω στην καμπίνα αυτού του φορτηγού, αποκαλύφθηκε ο υπέροχος κόσμος του, ένα μυαλό τετραπέρατο. Είχε ξεκοκαλίσει ότι βιβλίο μπορούσες να φανταστείς, πολιτική, φιλοσοφία, ιατρική, νομικά, πολιτικά και θρησκευτικά. Θυμόταν ονόματα, ιστορικά γεγονότα, ημερομηνίες. 
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, με μαύρα μπουκλέ ατημέλητα μαλλιά, μιά μύτη γαμψή και δύο μάτια που ποτέ δεν κατάλαβα αν είναι λυπημένα ή χαρούμενα. Όταν γέλαγε, που γέλαγε συνέχεια, νόμιζες ότι θα κλάψει. Είχε τόσο κόπο πάνω του, τόση δουλειά, τόση κούραση που αισθανόσουν κουρασμένος ό ίδιος, μα όσο κι αν αυτό φαινόταν έτσι, άλλη τόση ενέργεια και κότσια είχε. 
Μιλήσαμε για τα πάντα. Ώρες ατέλειωτες, χιλιόμετρα ατελείωτα. Εναλλαγές από τοπία αμέτρητες. Κάναμε στάσεις και τρώγαμε, έλεγε μετά το φαγητό, “ε, τώρα μια φραπεδιά είναι ότι πρέπει”. ¨Ήταν ένας φιλόσοφος φορτηγατζής, που αν πήγαινες να του την βγεις στην κουβέντα άνοιγε το στόμα του και κατέβαινε το Χάρβαρντ. Δεν έκανε ποτέ επίδειξη, ήταν ευγενέστατος, φιλικότατος και το πιο τίμιο πλάσμα που γνώρισα ποτέ. Ότι είχε φτιάξει, το είχε φτιάξει με κάλους και ρόζους.
Κάναμε το πρώτο ταξίδι. Προς μεγάλη μου χαρά μου πρότεινε να ακολουθώ όποτε θέλω στα ταξίδια και βέβαια δεν έχασα την ευκαιρία. Ξεπατώθηκα. Γύρισα μαζί του όλη την Ελλάδα. 
Κρήτη, Κέρκυρα, Βόρεια Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Πελοπόννησο κ.α. Σε ένα ταξίδι κάναμε στάση στο Γύθειο. Είχα φίλους εκεί, στις Χελώνες Καρέττα Καρέττα. Ήταν μια κοπελιά, η Στεφανία σκέτο όνειρο. “Άντε ρε...μου λέει ο Γιώργος, θα κάνουμε στάση στο Γύθειο να βγούμε με τους φίλους σου”. Πήγαμε σε μία ταβέρνα. Πέσανε μεζέδες, κρασί σαν να μην υπάρχει αύριο, μέχρι που ξεκίνησε ο Γιώργος να μιλάει με ένα φίλο της Στεφανίας. Πολυδιαβασμένος και ο ίδιος, άνοιξε κουβέντα με το Γιώργο. Δεν βγάλαμε κιχ. Η Στεφανία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. “Καλά, από πού ξεφύτρωσε αυτός;” θυμάμαι να με ρωτάει…”Τι να σου πω, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα” απάντησα. 
Είχε εξαιρετικό χιούμορ, το οποίο έβαζε ενδιάμεσα στις κουβέντες, όπου αισθανόταν ότι ταίριαζε. Μια μέρα, σε μία θεολογική - υπαρξιακή κουβέντα μου λέει “Ρε Καλανδράνη, το χειρότερο πράγμα ξέρεις ποιο είναι; Να είσαι Χριστιανός, να πιστεύεις στο Θεό, και να πας στην Κόλαση…”, έσκασα στα γέλια. 
Στα ξυλουργεία μας λέγανε ανέκδοτα, κάνανε χαβαλέ όσο ξεφόρτωναν, όλοι άνθρωποι απλοί, της εργατιάς. Τελειώναμε και συνεχίζαμε στην επόμενη στάση. 
Μια μέρα μπήκαμε σε ένα Ferry Boat για να περάσουμε σε κάποιο νησί. Καθώς έβαζε ο Γιώργος το φορτηγό με την όπισθεν, έρχεται ένας ναύτης και του λέει “Ψιτ, θα σε οδηγήσω εγώ προς τα πίσω…”, κάτι μουρμούρισε ο Γιώργος και αφέθηκε στον ναύτη. Καθώς πηγαίναμε αργά στα πισινά του πλοίου, άρχισε να ανεβαίνει από την αριστερή σκάλα μια γυναίκα με ένα μίνι μέχρι τον αφαλό. Κοιτάω εγώ προς τα εκεί, κοιτάει ο Γιώργος, αλλά για κακή μας τύχη κοιτάει και ο ναύτης, ο οποίος ξέχασε την δουλειά του και συνέχισε…”έλα πίσωωω πίσωωω...έλαα”. Στα πίσω λοιπόν, σκάει η καρότσα του φορτηγού στην μπουκαπόρτα και ακούγεται ένας πάταγος σαν να τινάχτηκε το πλοίο στον αέρα, κόλλησε το κεφάλι μου στα πίσω. Γυρίζει ο ναύτης στον Γιώργο…”καλά ρε φίλε, που κοιτάς;”...”’έ...απαντάει...όπου κοιτάς κι εσύ”. Έκανε να συνέλθει το στομάχι μου από τα γέλια καμία ώρα. Ειδικά όταν μετά τον θόρυβο κόλλησε ο καπετάνιος την μούρη του στο τζάμι για να δει αν βουλιάζουμε. Τα “καντήλια” του ναύτη τα ακούγαμε μέχρι που εξαφανίσθηκε.
Οι περιπέτειες συνεχίστηκαν, ταξίδεψα μαζί του πολύ. Μου έμαθε πολλά πράγματα. Τα περισσότερα σιωπηλά, από τις πράξεις του, παρά τα λόγια του. Το κυριότερο όλων, ήταν ότι ποτέ δεν ξέρεις αν αυτό που “βλέπεις” είναι όντως αυτό που “είναι”. Ο άνθρωπος έχει την κατάκριση εύκολη. Κι όπως έλεγε κάποιος “κατακρίνουμε, αλλά ποτέ δεν ξέρουμε την μετάνοια του άλλου, αυτή, μόνον ο θεός την γνωρίζει”. 
Μπορεί να έκανε χαβαλέ, να πείραζε, αλλά ένιωθες ότι το χαμόγελό του ήταν παράγωγο πόνου, στέρησης, κόπου. Ήταν οι μικρές “ανάσες” από μία εβδομάδα με λιγοστή ξεκούραση, απόσταση από την οικογένειά του, το βασίλειό του. 
Σε κάποιο από τα ταξίδια που κάναμε του τράβηξα μερικές πόζες. Λυπήθηκα γιατί δεν κατέγραψα φωτογραφικά όσα ήθελα. Έμεινε ‘όμως στην μνήμη μου χαραγμένος όσο λίγοι άνθρωποι.

1 σχόλιο:

  1. Με ταξιδεψες.... Σα να ήμουν μαζί σου. Εστιαζεις στην ομορφιά γύρω σου. Αυτό χρειάζεται να κάνουμε όλοι και μέσα μας και να μην αυτομαστιγωνοναστε....

    ΑπάντησηΔιαγραφή