Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Το κομποσκοίνι

Τελείωσα την δουλειά μου μεσημέρι όπως πάντα. Μπήκα στο λεωφορείο για την επιστροφή προς κέντρο. Στην στάση που περιμένω, κοντά στην θάλασσα, σου έρχεται όταν φυσάει ένα αεράκι δροσιστικό δημιουργώντας έτσι μια νοσταλγική διάθεση. Σου έρχεται αυτή η αρμύρα ανακατεμένη με αέρα. Αν κλείσεις τα μάτια σου μπορείς για λίγο να ταξιδέψεις πάνω από τους ήχους και την βαβούρα.
 “Σκάψιμο” που θέλει η ζωή για να “δεις” κάτω από το “χαλί”...το λεωφορείο ήρθε. Μπήκα και κάθισα μπροστά στον οδηγό. Σαν σε πούλμαν που ταξιδεύει και κάθεσαι μπροστά να βλέπεις την μεγάλη οθόνη.
 Χάζευα μπροστά για κάμποση ώρα. Κάποια στιγμή, από τα αριστερά μου, στην θέση που ακουμπάει στην πλάτη του οδηγού βλέπω μια γυναίκα με τον γιο της αγκαλιά. Όλα ήταν σαν άγαλμα σκαλισμένο και πολυκαιρισμένο.
 Ήταν ασιατικής καταγωγής. Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο, λείο σαν πορσελάνη. Ήταν συνοφρυωμένη και κοίταζε σταθερά έξω. Φορούσε ένα μαντίλι στο κεφάλι λευκό, σαν καλόγρια που έπεφτε μέχρι κάτω. Είχε μπλε αστεράκια διάσπαρτα. Ένα πουκάμισο με ρίγες εκρού και ένα τζιν ξεβαμμένο. Μια σταγόνα ομορφιάς μέσα σε έναν άχρωμο χώρο. Καθόταν στην άκρη της θέσης προς τα έξω. Ο γιος της ήταν καθισμένος δίπλα της. Είχε ξαπλώσει πάνω στα πόδια της και λαγοκοιμόταν. Η μάνα, είχε απλώσει το χέρι της κάτω από το κεφάλι του παιδιού σαν μαξιλάρι. Στα πόδια τους είχε μια τσάντα που είχε μέσα κάτι σαν κουβέρτα. Δεν είχε καμία λυπηρή αίσθηση η εικόνα. Ήταν ένας καθάριος πίνακας με ζωντανά χρώματα. Τους κοίταζα αχόρταγα...αδηφάγα….σαν να ήθελα να μου μείνει αυτή η εικόνα όλη μέρα.
 Το κεφάλι της ήταν γυρισμένο και μπορούσα να δω μόνο το ένα μέρος του προσώπου της. Έπεφτε το φως πάνω του και είχε μια λαμπερή αίσθηση. Έβλεπες το χνούδι στα μάγουλά της σαν δέρμα μικρού παιδιού. Καθώς την παρατηρούσα, πρόσεξα τα σαρκώδη χείλια της να ψιθυρίζουν συνεχόμενα. Μερικές φορές κολλούσαν το ένα με το άλλο, προσπαθώντας να επαναλάβουν το ίδιο μυστικό μοτίβο. Τότε πήγαν τα μάτια μου στο άλλο της χέρι.
 Το είχε ακουμπισμένο πάνω στο σώμα του μικρού της. Κράταγε ένα κομποσκοίνι από χάντρες μικρούλες μπλε. Κάθε ψίθυρος μια ευχή...προσπαθούσα να κατανοήσω τι λέει, διάβαζα τα χείλια της αλλά δεν έβγαλα άκρη. Ανα διαστήματα κοίταζε το παιδί της που άνοιγε τα μάτια του και μετά ξανακοιμόταν. Μετά, γύριζε το κεφάλι της πάλι κοιτώντας έξω, μα βλέποντας “μέσα” της. Έτσι την αισθανόμουν.
 Κάποια στιγμή, κοίταξα γύρω μου να δω εάν κανέναν απολαμβάνει επίσης αυτό το όμορφο “γλυπτό”. Μου θύμιζε τόσο το άγαλμα του Μιχαήλ Άγγελου, την Πιετά, όπου εικονίζεται η Θεοτόκος με τον Ιησού νεκρό στα χέρια της.
  Μια κυρία, “καθωσπρέπει”, με ξανθό, βαμμένο μαλλί, ηλικιωμένη, μου έριξε ένα βλέμμα σαν να ήθελε να μου πει “είδες; βρωμιάριδες μετανάστες”. Δεν ήθελα να την αδικήσω την κυρία, ίσως να έκανα λάθος. Παρακαλούσα να μην νιώσω μόνος, μέσα στον κόσμο, να νιώσω ότι και κάποιος άλλος, μπορούσε τουλάχιστον να “δει” αυτήν την εικόνα. Όσο κι αν “βούτηξα” στα βλέμματα των άλλων, κανείς δεν είχε παρατηρήσει. Κοίταζα την κυρία, έψαχνα απεγνωσμένα στο βλέμμα της να δω την αποδοχή του διπλανού αγάλματος. Τίποτα…
 Γύρισα στην “Πιετά” μου και συνέχισα να χαζεύω τους κόμπους από το κομποσκοίνι που πέρναγαν ένας ένας. Και τα χείλια εκεί. Να ψιθυρίζουν τον ίδιο σκοπό. Είχε πανέμορφα χέρια, σχεδόν ερωτεύσιμα. Μακριά δάχτυλα, οστέινα αλλά εξαιρετικά καλοσχηματισμένα.

 ΟΙ άνθρωποι από μόνοι τους μερικές φορές, μπορεί να είναι μια τέχνη. Καθώς κοίταξα για τελευταία φορά την “κυρία καθωσπρέπει”, φτάνοντας στην στάση μου, ένιωσα λυπημένος. Θα επέστρεφε σπίτι της με μιά εικόνα “λιγότερη”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου