Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Takeo Nakagawa



Ο Τακέο ήταν ένας 75 χρονος Ιάπωνας συνταξιούχος. Τον γνώρισα στο Hostel. Ερχόταν μερικές φορές τα βράδια να πιεί μαζί με τα παιδιά που εργάζονταν εκεί. Είχε αγαπήσει πολύ ένα Γάλλο που σπούδαζε Τζούντο σε ένα Ιαπωνικό Πανεπιστήμιο. 
Άσπρα μακριά και αραιά μαλλιά, κοντούλης, με χαμογελαστά σχιστά μάτια. Είχε μεγάλες σακούλες κάτω από τα κατωβλέφαρα. Γέλαγε συχνά. Πολλές φορές μιλώντας, χρησιμοποιούσε τα χέρια του, ένα εκ των οποίων σήκωνε με μία χαρακτηριστική κίνηση προσπαθώντας να τελειώσει μία πρόταση λέγοντας κοφτά...Ah..ok ok. Είχε σαρκώδη χείλη και του έλειπε ένα δόντι από την μία πλευρά. 
Ο Τακέο δεν μιλούσε πολλά Αγγλικά, αλλά ήταν τόσο πρόσχαρος που γεφύρωνε το κενό της γλώσσας με την μεγάλη του καρδιά. Σπάνιο φαινόμενο. Ένα βράδυ καθώς ήμουν στο μπαρ και έπινα σάκε, ζεστό, ήρθε ο Νικολά, ο Γάλλος, και μου τον σύστησε. Τότε διάβαζα Ιαπωνικά και κάτι κουτσοκαταλάβαινα, αλλά την συνεννόηση την έκανε ο Νικολά που είχε μάθει Ιαπωνικά μόνος του. Καθίσαμε μαζί και μόλις τον είδα σκέφτηκα ότι ο τύπος είναι για πορτραίτο. Ο Νικολά του είπε ότι είμαι φωτογράφος και ο Τακέο έδειξε να το θεωρεί μεγάλο πράγμα. Οι Ιάπωνες τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στην τέχνη και στους καλλιτέχνες. Τους δίνουν μεγάλο περιθώριο ''κίνησης'' ανάμεσά στους ίδιους. Περάσαμε ένα καταπληκτικό βράδυ με πολύ κουβέντα, απορούσα πως τα καταφέρναμε, ο Τακέο δεν μίλαγε γρι Αγγλικά, ο Νικολά επίσης δεν μίλαγε Αγγλικά και εγώ δεν μίλαγα καθόλου Γαλλικά και με το ζόρι έπιανα κάτι Ιαπωνικά. Κι όμως, πέρασε ένα βράδυ έχοντας αναλύσει ένα σκασμό πράγματα. Όταν μιλάει η καρδιά των ανθρώπων η γλώσσα πραγματικά περισσεύει. Δεν χρειάζονται πολλά. 
Με τον καιρό ο Τακέο άρχισε να έρχεται πιο συχνά, καθόταν στο μπαρ και έπινε λιγάκι, περίμενε να τελειώσει ο Νικολά και εγώ και περνάγαμε τα απογεύματά μας άλλοτε συζητώντας, άλλοτε κάνοντας πολλά κενά, απλά απολαμβάνοντας ο ένας την παρέα του άλλου. Αυτό δεν προκαλούσε καθόλου αμηχανία. Ήταν κάτι το αποδεκτό και ίσως και ευχάριστο. Άρχισα να αισθάνομαι ότι αποζητά την παρέα μου και εγώ το ίδιο. Αυτός ο ψαρομάλλης παππούς, που θα μπορούσε να είναι πατέρας μου, είχε μία ταπεινή συμπεριφορά που με σκλάβωνε. Όσο και να προσπαθούσα να του δείξω σεβασμό και κάπως να τον κάνω να νιώσει ότι έχει περισσότερη άξια από εμένα σαν γεροντότερος, τόσο έβρισκε τρόπους να ταπεινώνεται παραπάνω. Πόσες φορές προσπάθησα να τον κεράσω μία μπύρα μα ανταπέδιδε δύο. Άκρη δεν έβγαζα και αποφάσισα ότι ήταν έτσι τα πράγματα. 
Άρχισε να μας φέρνει δώρα, λίγο Ιαπωνικό φαγητό μαγειρεμένο από την γυναίκα του, μία φορά μας έφερε κρέας αλόγου παστό το οποίο φτιάχνουν στην Οσάκα, αλλά το αποκορύφωμα ήταν όταν πήγε και ξόδεψε μία περιουσία για να φέρει σε εμένα και στο Νικολά Κόμπε Beef. Το πιο ακριβό κρέας στον κόσμο. Έφερε δύο μπριζόλες μεσαίου μεγέθους, ίσως και ο μισός μισθός ενός μήνα στην Ιαπωνία. Ο Νικολά και εγώ κοιταζόμασταν αμίλητοι. Ακόμη θυμάμαι την γεύση αυτού του γεύματος. Το μοιραστήκαμε με όλα τα άλλα παιδιά από τη ρεσεψιόν, μιας και κάποιοι δεν είχαν ποτέ δοκιμάσει κάτι τέτοιο. 
Αρχίσαμε να βγαίνουμε βόλτες. Ο Τακέο ήταν φύλακας σε ένα από τους πιο όμορφους και αρχαίους ναούς στο Κιότο. Από εκεί είχε πάρει σύνταξη. Ο ναός ήταν σχεδόν πάντα κλειστός για τον κόσμο. Είχε την πολυτέλεια να μην έχει καταστραφεί από τον βομβαρδισμό των συμμάχων στο δεύτερο Παγκόσμιο και υπήρχε ανέπαφο ακόμη το μεγάλο δωμάτιο από το οποίο πέρναγαν όλοι οι Σαμουράι και παρουσιάζονταν ένας ένας με το όνομά του στον υπέρτατο πολεμικό άρχοντα, το λεγόμενο Σογκούν και αργότερα στον αυτοκράτορα, όταν η Ιαπωνία άρχισε να δυτικοποιείται. Μας έχωσε μέσα από μία πισινή πόρτα στη ζούλα, κάνοντας πολύ μάγκικα νοήματα στους εργαζόμενους εκεί, οι οποίοι τον ήξεραν όλοι. Μας είχαν πέσει τα σαγόνια. Ο Τακέο χαιρόταν και εμείς ζούσαμε το όνειρο. Τον παρατηρούσα, είχε τόση χαρά που γινόταν τόσο χρήσιμος που σκεφτόμουν ότι θα είναι λίγο ότι και να του προσφέρω. Έσπαγα το κεφάλι μου τί να κάνω, μα λύση δεν έβρισκα. Τον ευχαριστούσα κρατώντας του το χέρι και αυτός με κοίταζε και έλεγε..
- Ντέμι τσαν...γκουντ γκούντ...με δουλεύει σκεφτόμουν...δεν εξηγείται αλλιώς. Η δοτικότητα του ανθρώπου αυτού με έκανε να ντρέπομαι για το ποιός είμαι και τί κάνω. Μερικοί άνθρωποι δεν συμφέρει καθόλου να γίνονται καθρέφτες σου...το είδωλο σου φαίνεται αποτροπιαστικό. 
Κάποια μέρα μας κάλεσε με το Νικολά να φάμε σπίτι του. Ήταν μεγάλη τιμή για εμάς. Πήγαμε. Το μικρό του σπιτάκι ήταν σε ένα μικρό στενάκι πίσω από το Hostel. Άνοιξε η πόρτα και μείναμε άναυδοι. Η γυναίκα του πίσω από ένα στρογγυλό τραπέζι γεμάτο με Ιαπωνικές λιχουδιές, μπολ, μπολάκια, πιατάκια και μπουκάλια σάκε, μα το καλό μας το φύλαγε για μετά. Φάγαμε προσεκτικά, είχα άγχος. Στην Ιαπωνία θεωρείται αγένεια να δέχεσαι πολύ τροφή, ακόμη και εάν στην προσφέρουν. Αυτό ισχύει στο Κιότο. Στην Οσάκα αυτό το έθιμο δεν είναι το ίδιο. Αλλά εξαρτάται και το άτομο που σε έχει προσκαλέσει. Τρέχα τώρα να βγάλεις άκρη, αλγόριθμος. Οπότε για να είμαι σίγουρος έφαγα μέχρι να αισθανθώ άνετα. Όλα πεντανόστιμα. Μόλις τελειώσαμε ήρθε η έκπληξη. Ο Τακέο μας έντυσε με τα παραδοσιακά κιμονό της οικογένειάς του. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω αισθανθεί πιο περήφανος. Στο τέλος, έβγαλε και ένα οικογενειακό Κατάνα, κειμήλιο από γενιά σε γενιά. Μόλις το έπιασα στα χέρια μου ένιωσα άλλος άνθρωπος. Πέταγα σε πελάγη ευτυχίας. Όλα όσα ήθελα να ζήσω στην Ιαπωνία είχαν εκπληρωθεί...σχεδόν όλα. Είχαμε τελειώσει το φαγητό και ο Τακέο με προέτρεψε να πάω στο Hostel με το κιμονό, αρνήθηκα στην αρχή αλλά μετά μου άρεσε η ιδέα. Η υπερηφάνεια μου με είχε συνεπάρει. Πού θα έβρισκα τέτοια ευκαιρία ξανά;
Περπάτησα μέχρι το Hostel μαζί με το Νικολά ο οποίος είχε αλλάξει. Με γυρόφερναν οι Γιαπωνέζες βλέποντας αυτό το περίεργο θέαμα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα πήγαιναν καλά μέχρι που έφτασα στα σκαλιά του δευτέρου ορόφου, τα οποία προσπαθώντας να ανέβω, πάτησα το μπατζάκι του κιμονό και σκίστηκε από πάνω ως κάτω. Χλόμιασα, κάθισα εκεί ακίνητος και δεν έβγαζα μιλιά. Ο Νικολά που με ακολουθούσε γέλαγε τόσο πολύ που είχε γονατίσει στα σκαλιά και δεν μπορούσε να σηκωθεί να με βοηθήσει να μαζέψω τα αμάζευτα.Δεν νομίζω να έχω έρθει σε χειρότερη κατάσταση. Επέστρεψα στο σπίτι του Τακέο ζητώντας χιλιάδες συγνώμη, προτείνοντας να πληρώσω για την επιδιόρθωση. Δεν δέχτηκε. 
- Ντέμι τσαν....γκούντ γκούντ...
Πέρασε καιρός, τον αγάπησα πολύ αυτό τον άνθρωπο και αυτός ένιωθα το ίδιο. Μια μέρα εκεί που καθόμασταν στο μπαρ του Hostel, ο Τακέο έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε από το σκαμπό. Γονάτισα και τον πήρα αγκαλιά. Κράτησα το κεφάλι του στο στήθος μου προσπαθώντας να τον συνεφέρω. Του πήρε χρόνο. Άνοιξε τα μάτια του κάποια στιγμή και με κοίταζε χαμένος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Εκεί ήταν ένας άλλος ηλικιωμένος Ιάπωνας φίλος που είχα κάνει μαζί με το Νικολά. Όταν συνήλθε και σηκώθηκε ο Τακέο μίλησε με τον άλλο Ιάπωνα εξηγώντας του προφανώς τί έχει. 
Καρκίνο...σε προχωρημένο στάδιο. Ο Τακέο είχε καρκίνο. Έπαθα σοκ. Όλο αυτό το διάστημα είχε στιγμές που τον έβλεπα να κοιτάει κάτω και να μορφάζει. Έλεγα είναι το αλκοόλ, είναι κουρασμένος. Αλλά πόναγε και δεν έλεγε τίποτα. Έπαιρνε αγωγή, έκανε θεραπείες που τον είχαν επηρεάσει. Όμως κουβέντα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον θαυμάσω ή να θυμώσω. Η καταπόνηση των περιπάτων όλο αυτό το διάστημα θα πρέπει να ήταν τρομερή. Ποτέ δεν είπε τίποτα. Με ευχαρίστησε και με αγκάλιασε. Έφυγε. Τις επόμενες μέρες χάθηκε. Πέρασε ένα διάστημα. Όταν ξαναήρθε είχε αδυνατίσει. Ήταν κουρασμένος. Μα το χαμόγελο, χαμόγελο. Συνεχίσαμε να καθόμαστε μαζί στο μπαρ τα απογεύματα. Ήρθε ο καιρός να φύγω, ήρθε να με χαιρετίσει στο ξενοδοχείο. Είχε υγρά μάτια καθώς με έβγαινε από την πόρτα. Μου ζήτησε μία χάρη. 
- Θα μου στείλεις σε παρακαλώ φωτογραφίες από το μέρος που κατάγεσαι?
- Από το νησί μου? Την Πάτμο? 
- Ναι από εκεί, θέλω να δώ τον τόπο σου. 
- Ναι θα σου στείλω του είπα. 
- Μη με ξεχάσεις
- Όχι θα στείλω
Έφυγε και την επόμενη μέρα ταξίδευα. Ήρθα Αθήνα και κόλλησα εκεί. Πέρασε διάστημα να πάω Πάτμο. Όταν πια του έγραψα και έστειλα κάρτες είχε πεθάνει. Η κάρτες μου πήγαν σπίτι του, τις παρέλαβε η γυναίκα του και τις έβαλε στον τάφο του. Ζήτησε από το γιό της που μίλαγε Αγγλικά να του διαβάσουν το γράμμα. 
Ήμουν απαρηγόρητος και εκνευρισμένος. Δεν μπόρεσα να με συγχωρήσω ποτέ για την αργοπορία αυτή. Μου έγινε ένα μεγάλο μάθημα. Όταν αγαπάς κάποιον, πες το όσο είναι καιρός, ο Θεός μας δίνει ένα συγκεκριμένο περιθώριο. Έγραψα μερικές ακόμη κάρτες πιστεύοντας ότι η γυναίκα του θα τις βάλει και αυτές στον τάφο του, σαν εξιλέωση για την απέραντη βλακεία μου. 
Τον Τακέο τον φωτογράφισα κάποια στιγμή στο ξενοδοχείο και θυμάμαι ότι το πορτραίτο του έχει αποτυπώσει αυτά τα σχιστά γελαστά μάτια του, που μία μέρα θα μοιραστώ με τον κόσμο.

1 σχόλιο: