Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Γιόσι



Καθόμασταν στο μπαρ του Hostel στην Ιαπωνία μαζί συνήθως. Θυμάμαι ότι όταν έπινε ο Γιόσι, γινόταν κόκκινος. Δεν ήθελε πολύ για να μεθύσει. Μία δύο μπύρες και άνοιγε την ψυχή του. Ήταν ο πρώτος Ιάπωνας που γνώρισα ο οποίος περπάτησε την Μογγολία, ολομόναχος, μένοντας σε διάφορους καταυλισμούς νομάδων. Πέρασε Ινδία με τα πόδια και του πήρε δύο χρόνια. 
Ερχόταν στο μπαρ του χόστελ μετά την βάρδιά του και καθόταν δίπλα μου. Περίμενε να τον ''αρπάξει'' η μπύρα για να ξεφύγει και να μπορέσει να αγκαλιάσει. Έβαζε το χέρι του γύρω από τον ώμο μου και έλεγε κοφτά, Αγγλοιαπωνικά, ''Ντίμι σαν, λετς ντρίνκ''. Του άρεσε να έχει συνένοχο στο αλκοόλ, για αυτό εάν δεν έπινα, πάντα έσκαγε να με κεράσει. Δύο ώρες μετά είχε κατακόκκινα μάτια και πείραζε όλο τον κόσμο. 
Το μόνιμό του θέμα ήταν ότι του άρεσαν οι δυτικές οι οποίες όμως τον απέφευγαν. Στην αρχή δεν καταλάβαινα πολλά, θες η διαφορά κουλτούρας, θες και ο άνθρωπος ο ίδιος, όλα ήταν ρευστά. 
Όταν ερχόταν το απόγευμα και όλοι είχαμε τελειώσει την βάρδια, ερχόταν να με βρεί σε ένα τραπεζάκι που καθόμουν και σχεδίαζα. Ετοίμαζα μία έκθεση και όταν είχε δει το πρώτο σχέδιο είχε ενθουσιαστεί. Με το καιρό πήρε θάρρος και άρχισε να σχεδιάζει και ο ίδιος. Έμαθα μετά ότι του άρεσε να σχεδιάζει πολύ, αλλά δεν είχε το θάρρος. Τον πήρα μαζί μου μερικές φορές και πήγαμε σε διάφορα σημεία στο Κιότο να σχεδιάσουμε με νεροχρώματα. Μπαίναμε σε δάση με ναούς, όπου νόμιζες ότι θα πεταχτεί κάνας πρόγονος Σαμουράι. Πολλές φορές κοίταζα αυτά τα δάση που περιέβαλλαν το Κιότο νωρίς το πρωί από την ταράτσα του ξενοδοχείου και έβλεπες ένα φαντασμαγορικό θέαμα. Χιλιάδες μικρά σύννεφα να βγαίνουν μέσα από τα καταπράσινα δέντρα σαν μικρές άσπρες φωτιές. Χιλιάδες. Μερικές φορές τα χαζεύαμε μαζί. Θυμάμαι πάντα τον αέρα να περνάει απο τα μπαμπού με ένα χαρακτηριστικό ήχο. Ο Γιόσι με είχε πάει να φάμε και μικρές μαλακές ρίζες απο αυτά. Θαυμάσια...
Είχε πάντα πάνω του μία απροσδιόριστη θλίψη, τα μάτια του πολλές φορές κοίταζαν κάτω και είχες την εντύπωση ότι θα κλάψει, αναρωτιόμουν τί τον κατατρέχει αλλά δεν μπορούσα να ρωτήσω. Με τους Ιάπωνες δεν κάνεις απλή ψυχολογία φραπέ, δεν ρωτάς, δεν αντιλαμβάνονται τον πόνο όπως εμείς. Δεν μίλαγα, φανταζόμουν ότι έχει βρει την βολή του με εμένα και απλά περπατάγαμε μαζί την ζωή στο Κιότο. Του άρεσε και η κιθάρα, γρατσούνιζε, αλλά μετά τις δύο μπύρες ήταν εργαλείο ξεκούρασης πια, κάτι σαν χέρι πολυθρόνας. 
Μια μέρα, μετά από καιρό, μου είπε την ιστορία του...η μάνα του ήταν άρρωστη, είχε κάποια σπάνια ασθένεια και δεν μπορούσε να γιατρευτεί. Ότι μπορούσε έκανε, αλλά δεν έφταναν. Όταν πήγαινε στο χωριό του, ολόκληρο ταξίδι από το Κιότο, πέρναγε όσο πιο πολύ χρόνο μπορούσε μαζί της. Για τον πατέρα του δεν μου μίλησε ποτέ. Η θλίψη του, μαζεμένη μέσα του, του έτρωγε τα σωθικά. Είχε δύο μεγάλα μάτια και μία ίσια ψιλογαμψή μύτη. Μαλλιά μαύρα και βελονέ σαν αχινού. Η ανημποριά να γιατρέψει την μάνα του, ή τουλάχιστον η αδυναμία της κοινωνικής του θέσης, μη μπορώντας να μαζέψει περισσότερα χρήματα, τον έκαναν να υποφέρει. 
Πέρασε ο καιρός και έπρεπε πια να φύγω από την Ιαπωνία, είχα περάσει Κορέα και είχα ξαναμπεί Ιαπωνία δεύτερη φορά και το αλλοδαπών θα με γράπωνε στα σύνορα. Αποτέλεσμα να σου βάλουν σφραγίδα στο διαβατήριο και μετά δεν ξαναμπαίνεις Ιαπωνία για 10 χρόνια. Δεν ήθελα να το ρισκάρω. Άλλωστε ο δάσκαλος που είχα στην Ιαπωνική τοξοβολία προετοίμαζε τα χαρτιά μου και πίστευα ότι θα ξαναέρθω πίσω σύντομα. Εκείνες τις μέρες ο Γιόσι ήταν στεναχωρημένος. Εγώ δεν μιλιόμουν επίσης. ¨Ένα μεσημέρι έρχεται και κάθεται δίπλα μου σε ένα τραπεζάκι έξω από το μπαρ. Είχε ένα πανί με Ιαπωνικά σχέδια τυλιγμένο. Μου το δίνει και μου λέει ''αυτό είναι για εσένα''.
-Τί είναι αυτό...τον ρώτησα
-Άνοιξέ το να δεις
Άνοιξα το πανί και μέσα ήταν δύο ξυλάκια ''hashi'' για φαγητό από μπαμπού, πανέμορφα. 
-Τί είναι αυτά...δεν πιστεύω να πήγες να ξοδεύτηκες? Αυτά κοστίζουν μια περιουσία
-Όχι...απάντησε, εγώ στα έφτιαξα
-Φτιάχνεις και τέτοια? Μα είναι θεσπέσια
Ο Γιόσι κοίταζε τα ξυλάκια και εγώ αμήχανος το Γιόσι. Πέρασε λίγη ώρα και μου είπε την ιστορία των μπαμπού.
Κάποια περίοδο είπε, έφυγα από το σπίτι. Περιφερόμουν στην Ιαπωνία και έψαχνα να βρω κάτι να κάνω. Πέρασε διάστημα έτσι όπου βρισκόμουν από δώ και από κει. Κάποτε, πέρασα από ένα χωριό, είχε εκεί ένα τεχνίτη μπαμπού που έμενε σε μία καλύβα δίπλα σε ένα ποτάμι. Μπήκα στο μαγαζί και άρχισα να χαζεύω. Όλα μου άρεσαν. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο τεχνίτης. Του είπα την ιστορία μου και κάθισε για λίγο σκεφτικός. Μετά μου λέει
- Θές να μείνεις μαζί μου να σου μάθω την τέχνη? 
- Σάστισα λίγο...θυμάμαι να μου λέει...αλλά απάντησα σταθερά...Ναι θα μείνω
Πέρασε 6 μήνες εκεί, ίσως και χρόνο, έμαθε την τέχνη και έγινε πολύ καλός τεχνίτης. Έτσι, πήγε και αγόρασε μπαμπού και μου έφτιαξε αυτά τα ξυλάκια. 
- Θα μου δώσεις μια υπόσχεση? Με ρώτησε στο τέλος
- Αν μπορώ...γιατί όχι?
- Θέλω από εδώ και πέρα, όποτε τρως Ασιατικό, ή μερικές φορές ότι και να τρως να χρησιμοποιείς τα ξυλάκια μου. Θέλω να θυμάσαι το φίλο σου το Γιόσι. 
Μου σηκώθηκε το κανί, τί να απαντήσω, ήθελα να τον αγκαλιάσω μα κρατήθηκα. Οι άνθρωποι είναι ικανοί με μία πράξη να σε κάνουν χιλιάδες κομμάτια. 
- Ναι Γιόσι, θα το κάνω, στο υπόσχομαι. 
Έφυγε για να πάει στη ρεσεψιόν όπου δούλευε και εγώ έμεινα να κοιτάω τα ξυλάκια. Πέρασε ο καιρός και Ιαπωνία δεν ξαναγύρισα, δεν με άφησαν. Του έγραφα εκεί στο ξενοδοχείο και απαντούσε ανά καιρούς. Μετά άκουσα ότι τσακώθηκε με κάποιον πελάτη μία μέρα και απολύθηκε. Έχασα τα ίχνη του. Αλλά τα ξυλάκια του μου θυμίζουν ένα εξαιρετικό άνθρωπο. Λυπάμαι που από τον άνθρωπο αυτό έβγαλα μόνο ένα πορτραίτο...αλλά πιστεύω ότι είναι αρκετό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου